ΑΕ 1914
Πτνκτον κάτοπτρον έκ Θηβών νπο Ν. Παπαδάκη 129
10: Λείψανα κίστης, κλειδίον, ηλιακοί κλπ.
ΙΤγθ, Βίαοΐί §ΐ3ζβ ροίίβΓ.γ ϊγοιή Κΐιϊίζοηει σελ. νοειδές) μόνον έν ερυθρογράφοι; αναφαίνεται (\\Γ3ΐ-
22, 1 . 1θΓ8 ε.ά. σ. 70), δεν έχει ακόμη έκφυλισθή εις τον
Άλλα και των λεκανίδων των είκ. 4-5. -αρά ΙΙγθ (ε.ά. πίν. XVII, 13) ναννώδη έπίγονον
το σύμμεικτον είδος εμφανίζεται μέν αργά έν γένει τοΟ λήγοντος Δ αιώνος κτομ..
(ννΈιΙίθΓδ, Ιιϊδί. ο£ ροίί. Α, 164), ιδία έν Ιταλία Των πυξιδίων το μεν μετά πώματος άγάνωτον
— έν δε Βοιωτία νΟν ίσως το πρώτον ώς άγγεΐον άπαντα πανόμοιον ήδη έν τω πολυανδρίω τών θε-
καθηιχερινης χρήσεως, ήδη όντως δυνάμενον νά σπιών (424), άλλά το κακογάνωτον κυλινδρικον
ταυτισΟή' πολύ πιθανώτερον προς τάς λεκανίδας του μετά του άποσυντεθειμένου κοσμήματος κλπ. δυσ-
Φωτίου (λ. κέραμοι) « αΰται δε είσιν αί λ. κεράμεαι κόλως Οάνέβιβάζετο υπέρ το τέλος του Δ' αιώνος,
π.αραπλήσιαι τη κατασκευή κρατηρι, άς νϋνόψοδό- Έν γένει σ/εδόν πάντα παραπέμπουσιν ήμας
κας καλοΟσιν αί γυναίκες» (και άμα τάγγεΐα γλν- (πλην τών άχρονων άμ^ορέων και τών άβαφών έν
κισμοϋ τοΟ Αθηναίου, άνωτ. σ. 125) ή όσον έφαί- γένει άγγείων) εϊς τάς αρχάς το πολύ τών μακε-
νοντο ώς παράχρησις γαμικών λεβήτων παρά Βπί- δονικών χρόνων. Μόνον τον κρατήρα και το κάτο-
οΙίΠθΓ ΑΜ 1907 σελ. 112 και Βθΐΐβ^θ IV — και πτρον αυτό κλίνομεν νά πιστεΰσωμεν αρχαιότερα
ήδη ΡιιΗ-νν. εις 8&ηιιιι1. 8οιήζθθ πίν. 38. Βεβαίως πως, φυλαχΟέντα επί τινας δεκαετηρίδας ίσως έν
δέ παράλληλος και πολυτελέστερος αδελφός αΰ- τή οικογένεια, ίνα συνταφη μέν εκείνο, συνεπιφέρη
τών ήτο και ό όρΦίωτος λέβης (ών ίδέ και έκ Τα- δέ οΰτος χοήν τινα έπί του τάφου της νεκράς' διότι
νάγρας τους αριθ. 1658-9 του Εθν. Μουσείου) τά υπέρ τον τάΐον φυσικά ορονοΰμεν ό'τι έχρησί-
άλλά και ή όρΦίωτος τζνζις (ήδη γεωμετρική π.χ. μευσαν εις την τελευταίαν έπικήδειον σπονδήν και
έκ Βοιωτίας αί'ΕΟν. Μουσ. άριΟ. 256 και 11795). συνεπε^ώσθησαν μετά τούτο Οπό τι «χ_ώμα» ή
Τά ταπεινόποδα πινάκια της είκ. 5 είναι προ- τύμβον, σήμερον ή^χνισμένον, μέ τάς όψοδόκας,
δρομα τών έν ύστέροις μακεδονικοΐς και όωμαϊ- τους αμφορείς κλπ.. Προφανώς ένταΰΟα δέν ίσχ^υον
κοϊς τάφοις παγκοίνων γενομένων άγανώτων. Άλ- τά νόμιυ,α της Ίουλίδος, τά έπιτάσσοντα νάποφέ-
λ ό κρατήρ είκ. 6 κηρύσσει διά του γάνωμα- ρωνται τά άγγεΐα.
τος ήδη κλπ. τήν έκ του Δ' αιώνος τουλάχιστον
καταγωγήν του- εί και άλλως τό σχήμα (κο^δω- Νικόλαος Γ. Παππαδάκις.
17
Πτνκτον κάτοπτρον έκ Θηβών νπο Ν. Παπαδάκη 129
10: Λείψανα κίστης, κλειδίον, ηλιακοί κλπ.
ΙΤγθ, Βίαοΐί §ΐ3ζβ ροίίβΓ.γ ϊγοιή Κΐιϊίζοηει σελ. νοειδές) μόνον έν ερυθρογράφοι; αναφαίνεται (\\Γ3ΐ-
22, 1 . 1θΓ8 ε.ά. σ. 70), δεν έχει ακόμη έκφυλισθή εις τον
Άλλα και των λεκανίδων των είκ. 4-5. -αρά ΙΙγθ (ε.ά. πίν. XVII, 13) ναννώδη έπίγονον
το σύμμεικτον είδος εμφανίζεται μέν αργά έν γένει τοΟ λήγοντος Δ αιώνος κτομ..
(ννΈιΙίθΓδ, Ιιϊδί. ο£ ροίί. Α, 164), ιδία έν Ιταλία Των πυξιδίων το μεν μετά πώματος άγάνωτον
— έν δε Βοιωτία νΟν ίσως το πρώτον ώς άγγεΐον άπαντα πανόμοιον ήδη έν τω πολυανδρίω τών θε-
καθηιχερινης χρήσεως, ήδη όντως δυνάμενον νά σπιών (424), άλλά το κακογάνωτον κυλινδρικον
ταυτισΟή' πολύ πιθανώτερον προς τάς λεκανίδας του μετά του άποσυντεθειμένου κοσμήματος κλπ. δυσ-
Φωτίου (λ. κέραμοι) « αΰται δε είσιν αί λ. κεράμεαι κόλως Οάνέβιβάζετο υπέρ το τέλος του Δ' αιώνος,
π.αραπλήσιαι τη κατασκευή κρατηρι, άς νϋνόψοδό- Έν γένει σ/εδόν πάντα παραπέμπουσιν ήμας
κας καλοΟσιν αί γυναίκες» (και άμα τάγγεΐα γλν- (πλην τών άχρονων άμ^ορέων και τών άβαφών έν
κισμοϋ τοΟ Αθηναίου, άνωτ. σ. 125) ή όσον έφαί- γένει άγγείων) εϊς τάς αρχάς το πολύ τών μακε-
νοντο ώς παράχρησις γαμικών λεβήτων παρά Βπί- δονικών χρόνων. Μόνον τον κρατήρα και το κάτο-
οΙίΠθΓ ΑΜ 1907 σελ. 112 και Βθΐΐβ^θ IV — και πτρον αυτό κλίνομεν νά πιστεΰσωμεν αρχαιότερα
ήδη ΡιιΗ-νν. εις 8&ηιιιι1. 8οιήζθθ πίν. 38. Βεβαίως πως, φυλαχΟέντα επί τινας δεκαετηρίδας ίσως έν
δέ παράλληλος και πολυτελέστερος αδελφός αΰ- τή οικογένεια, ίνα συνταφη μέν εκείνο, συνεπιφέρη
τών ήτο και ό όρΦίωτος λέβης (ών ίδέ και έκ Τα- δέ οΰτος χοήν τινα έπί του τάφου της νεκράς' διότι
νάγρας τους αριθ. 1658-9 του Εθν. Μουσείου) τά υπέρ τον τάΐον φυσικά ορονοΰμεν ό'τι έχρησί-
άλλά και ή όρΦίωτος τζνζις (ήδη γεωμετρική π.χ. μευσαν εις την τελευταίαν έπικήδειον σπονδήν και
έκ Βοιωτίας αί'ΕΟν. Μουσ. άριΟ. 256 και 11795). συνεπε^ώσθησαν μετά τούτο Οπό τι «χ_ώμα» ή
Τά ταπεινόποδα πινάκια της είκ. 5 είναι προ- τύμβον, σήμερον ή^χνισμένον, μέ τάς όψοδόκας,
δρομα τών έν ύστέροις μακεδονικοΐς και όωμαϊ- τους αμφορείς κλπ.. Προφανώς ένταΰΟα δέν ίσχ^υον
κοϊς τάφοις παγκοίνων γενομένων άγανώτων. Άλ- τά νόμιυ,α της Ίουλίδος, τά έπιτάσσοντα νάποφέ-
λ ό κρατήρ είκ. 6 κηρύσσει διά του γάνωμα- ρωνται τά άγγεΐα.
τος ήδη κλπ. τήν έκ του Δ' αιώνος τουλάχιστον
καταγωγήν του- εί και άλλως τό σχήμα (κο^δω- Νικόλαος Γ. Παππαδάκις.
17