ή Νΰξ παρίσταται φέρουσα πέπλον έχοντα το αυτό
σχήμα νΑλλά και ή βυζαντινή τέχνη της τελευ-
ταίας —εριόδου δεν έλησμάνησε το παλαιόν εκείνο
σχήμα του πέπλου. Ούτω εις τάς ύπο βυζαντινήν
επίδρασιν ίσταμένας σερβικάς τοιχογραφίας της
Ογ&ο&ιιϊο& άνερχομένας εις τον ΙΔ' αιώνα, ή Γη
παρίσταται φέρουσα είδος πέπλου άναμιμνήσκοντος
τά παλαιά Αλεξανδρινά ανάγλυφα 2.
Προβαίνομεν νυν εις την μελέτην της ομάδος
των ορχηστρίδων, ών δύο μόνον παραστάσεις έχει
το ήαέτεοον υ.ουσεϊον:
(Ν° 948) - Όρχηστρ'ις παριστωμένη με το
σώμα κατ'ενώπιον. Στρέφει την κεφαλήν προς αρι-
στερά τείνουσα προς το άντι'Οετον μέρος τάς χεί-
ρας, δι' ών κρατεί κύμοαλον μόλις διακρινόμενον.
Φέρει χιτώνα έζωσμένον περί τήν οσφϋν και κολ-
πούμενον διά τών βίαιων κινήσεων της όρχήσεως
£"««. 6.
Ο τΰπος ούτος της ορχηστρίδος είναι άρκετά
κοινός. Άκεραίαν δέ τήν παράστασιν διασώζει έν
τοιούτον άνάγλυοον έν Βερολίνω 3, δπου μαίνεται
και ή διάταςις του κάτω μέρους του σώματος, όπερ
1 ΌίβΜ, Έ'νΟ' άν. εΐκ. 275
2 Εΐχών παρα ΜίΙΙβΙ, Β.νζΕΐιοθ βί ποπ ΓΟηβηί ίν Κβναβ
3Γθ1ιβο1θ£ίς|ϋβ 1908 I σ. 185 ε'ιχ 10.
3 Ββ8θ1ΐΓβϊΙ)υη§ Ινθ'άν. Νο 379, πίν. XVI.
ΑΕ 1915
ελλείπει από του ημετέρου, επίσης δέ διακρίνεται
καλώς και το κύμβαλον το μόλις διαυαινόμενον εν
τώ ύπο μελέτην αναγλύφω (είκ. 7).
ΕΙκ. 7,
IV. (Ν° 216). 'Ορχηστρίς όρθια παριστωμένη
σχεδόν κατ' ενώπιον. Φέρει μακρόν χιτώνα έζω-
σμένον περί τήν οσφϋν κα'ι άφίνοντα γυμνόν τον
δεςΥον ώμον και μέρος του' στήθους. Τήν δεξιάν
χείρα έχει έρριμένην προς τά κάτω, έν ώ ή αρι-
στερά είναι κεκαμμένη ύπέρ τήν κεφαλήν και κρα-
τεί κύμβαλον. Ό αριστερός πους πατεί ολόκληρος
έπί τοΟ εδάφους, έν ω ό δεξιός μόλις έφάπτεται
αυτού διά τών άκρων τών δακτύλων (εικ. 8).
Ό τύπος όν αντιπροσωπεύει τό δεύτερον τούτο
άνάγλυοον της όρχηστρίδος δέν είναι εκ τών πολύ
σχήμα νΑλλά και ή βυζαντινή τέχνη της τελευ-
ταίας —εριόδου δεν έλησμάνησε το παλαιόν εκείνο
σχήμα του πέπλου. Ούτω εις τάς ύπο βυζαντινήν
επίδρασιν ίσταμένας σερβικάς τοιχογραφίας της
Ογ&ο&ιιϊο& άνερχομένας εις τον ΙΔ' αιώνα, ή Γη
παρίσταται φέρουσα είδος πέπλου άναμιμνήσκοντος
τά παλαιά Αλεξανδρινά ανάγλυφα 2.
Προβαίνομεν νυν εις την μελέτην της ομάδος
των ορχηστρίδων, ών δύο μόνον παραστάσεις έχει
το ήαέτεοον υ.ουσεϊον:
(Ν° 948) - Όρχηστρ'ις παριστωμένη με το
σώμα κατ'ενώπιον. Στρέφει την κεφαλήν προς αρι-
στερά τείνουσα προς το άντι'Οετον μέρος τάς χεί-
ρας, δι' ών κρατεί κύμοαλον μόλις διακρινόμενον.
Φέρει χιτώνα έζωσμένον περί τήν οσφϋν και κολ-
πούμενον διά τών βίαιων κινήσεων της όρχήσεως
£"««. 6.
Ο τΰπος ούτος της ορχηστρίδος είναι άρκετά
κοινός. Άκεραίαν δέ τήν παράστασιν διασώζει έν
τοιούτον άνάγλυοον έν Βερολίνω 3, δπου μαίνεται
και ή διάταςις του κάτω μέρους του σώματος, όπερ
1 ΌίβΜ, Έ'νΟ' άν. εΐκ. 275
2 Εΐχών παρα ΜίΙΙβΙ, Β.νζΕΐιοθ βί ποπ ΓΟηβηί ίν Κβναβ
3Γθ1ιβο1θ£ίς|ϋβ 1908 I σ. 185 ε'ιχ 10.
3 Ββ8θ1ΐΓβϊΙ)υη§ Ινθ'άν. Νο 379, πίν. XVI.
ΑΕ 1915
ελλείπει από του ημετέρου, επίσης δέ διακρίνεται
καλώς και το κύμβαλον το μόλις διαυαινόμενον εν
τώ ύπο μελέτην αναγλύφω (είκ. 7).
ΕΙκ. 7,
IV. (Ν° 216). 'Ορχηστρίς όρθια παριστωμένη
σχεδόν κατ' ενώπιον. Φέρει μακρόν χιτώνα έζω-
σμένον περί τήν οσφϋν κα'ι άφίνοντα γυμνόν τον
δεςΥον ώμον και μέρος του' στήθους. Τήν δεξιάν
χείρα έχει έρριμένην προς τά κάτω, έν ώ ή αρι-
στερά είναι κεκαμμένη ύπέρ τήν κεφαλήν και κρα-
τεί κύμβαλον. Ό αριστερός πους πατεί ολόκληρος
έπί τοΟ εδάφους, έν ω ό δεξιός μόλις έφάπτεται
αυτού διά τών άκρων τών δακτύλων (εικ. 8).
Ό τύπος όν αντιπροσωπεύει τό δεύτερον τούτο
άνάγλυοον της όρχηστρίδος δέν είναι εκ τών πολύ