VI. ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΑ. 197
καί φήκτξιηί' Ίππων έρυσίτριχα, τήν τ έπϊ νώτων
μάστιγα, ροίζον μητέρα τλαρσαλέην.
αλλά σύ, κυανοχαϊτα, δέχευ τάδε · τον δέ Λυκϊνου
υϊα και εις μεγάλην στέψον ^Ολυμπιάδα.
247. ΦΊΛΙΠΠΟΊ.
Κερκίδας όρ&ρολάλοισι χελιδόσιν εικελοφώνους,
Παλλάδας ϊστοπόνον λείο μίτους κάμακας,
καϊ κτένα κοσμοκόμην, καϊ δακτυλότριπτον άτρακτον
σφονδυλοδινήτω νήματι νηχόμενον,
καϊ τάλαρον σχοίνοισιν ίφασμένον, δν ποτ όδόντι
έπλήρον τολύπη πάσα κα&αιρομένη,
σοί, φιλέρι&ε κόρη Παλλαντιάς, η βα&ύγηρως
Αισιόνη, πενίης δώρον, άνεκρέμασεν.
248. ΑΡΓΚΝΤΑΡΙΟΊ.
Κύπριδι κεϊσο, λάγννε με&νσφαλές, αυτίκα δώρον
κεϊσο, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος,
βακχιάς, ίχρόφ&ογγε, σννέστιε δαιτδς έϊ'σης,
στειναύχην, ψήφου συμβολικής ϋύγατερ,
&νητοϊς αύτοδίδακτε διήκονε, μύστι φιλούντων
ήδίστη, δείπνων δπλον έτοιμότατον ·
εϊης έκ Μάρκου γέρας αγλαόν, ος σε, φΐλοινε,
ήνεσεν, άρχαίην σύμπλανον άν&έμενος.
249. ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΤ.
Λαμπάδα κηροχίτωΐα, Κρόνον τυφήρεα λύχνον,
σχοίνω και λεπτή σφιγγομένην παπύρω,
Αντίπατρος Πείσωνι φέρει γέρας · ή δέ μ άνάψας
ευξηται, λάμψω φέγγος άκονσί&εον.
καί φήκτξιηί' Ίππων έρυσίτριχα, τήν τ έπϊ νώτων
μάστιγα, ροίζον μητέρα τλαρσαλέην.
αλλά σύ, κυανοχαϊτα, δέχευ τάδε · τον δέ Λυκϊνου
υϊα και εις μεγάλην στέψον ^Ολυμπιάδα.
247. ΦΊΛΙΠΠΟΊ.
Κερκίδας όρ&ρολάλοισι χελιδόσιν εικελοφώνους,
Παλλάδας ϊστοπόνον λείο μίτους κάμακας,
καϊ κτένα κοσμοκόμην, καϊ δακτυλότριπτον άτρακτον
σφονδυλοδινήτω νήματι νηχόμενον,
καϊ τάλαρον σχοίνοισιν ίφασμένον, δν ποτ όδόντι
έπλήρον τολύπη πάσα κα&αιρομένη,
σοί, φιλέρι&ε κόρη Παλλαντιάς, η βα&ύγηρως
Αισιόνη, πενίης δώρον, άνεκρέμασεν.
248. ΑΡΓΚΝΤΑΡΙΟΊ.
Κύπριδι κεϊσο, λάγννε με&νσφαλές, αυτίκα δώρον
κεϊσο, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος,
βακχιάς, ίχρόφ&ογγε, σννέστιε δαιτδς έϊ'σης,
στειναύχην, ψήφου συμβολικής ϋύγατερ,
&νητοϊς αύτοδίδακτε διήκονε, μύστι φιλούντων
ήδίστη, δείπνων δπλον έτοιμότατον ·
εϊης έκ Μάρκου γέρας αγλαόν, ος σε, φΐλοινε,
ήνεσεν, άρχαίην σύμπλανον άν&έμενος.
249. ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΤ.
Λαμπάδα κηροχίτωΐα, Κρόνον τυφήρεα λύχνον,
σχοίνω και λεπτή σφιγγομένην παπύρω,
Αντίπατρος Πείσωνι φέρει γέρας · ή δέ μ άνάψας
ευξηται, λάμψω φέγγος άκονσί&εον.