Universitätsbibliothek HeidelbergUniversitätsbibliothek Heidelberg
Metadaten

Hē En Athēnais Archaiologikē Hetaireia [Hrsg.]
Ephēmeris archaiologikē — 1891

DOI Artikel:
Weißhäupl, Rudolf: Parastaseis Graias Methyousēs
DOI Seite / Zitierlink: 
https://doi.org/10.11588/diglit.14598#0083
Überblick
loading ...
Faksimile
0.5
1 cm
facsimile
Vollansicht
OCR-Volltext
145

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΡΑΙΑΣ ΜΕΘΥΟΥΣΗΣ

146

Της έπίγραφής ταύτης άχέραίον εχομεν τον πρώ-
τον στίχον, έχ δέ του δευτέρου άναγίνώσχονταί σα-
φώς τά γράμματα ΧΛΡ χαί τά τρία έπομενα εί
χαί λίαν άποτετρίμμένα, προς τούτοίς εν Ε προ
του Κ, το έπόμενον Λ χαί τά ΗΤΑ). Του Κ χαί
Ο σώζονται λείψανά τίνα. Εν δέ τώ μεταξύ των
έύο Ε υπάρχει τόπος τεσσάρων μέχρι πέντε γραμ-
μάτων. "Οθεν άναγνωστέον:
Γραϋς Ύ]§6 οίνοφόρος χεχαρ7)μέ[ν7) ώδ ;]$ χάθ^ταί
(πρ6. τά παρόμοια έπίγράμματα της Ανθολογίάς
έν ΑΜιπηάΙ. άθδ ίπτΙι.-θρί^ΓίΐρΐΉδΰΐΊθη δθηιίηιΐΓδ
ά6Γ υηίνθΓ8. λΥίοπ VII σ. Τ87, Αυδοηπίδ Ερ. ΧΕ1
εις την Μεροην χαί έν γενεί τα ύπο 8ίθρ!ΐ3πί έν
ΕοΐΏρίθ-Ηθηάη 1869 σ. 168 συνηγμένα χωρία).
Γραίαν λοιπόν μεθύουσαν χαί οή βάρβαρον τίνα,
Γσως τίτθην, ήθέλησε ό τεχνίτης νά είχονίσ*(;. Το
άγγεΐον θά προέρχεται ίσως έχ τάφου χαί ώς χτε-
ρισμα έδήλου τάς έν τώ βίω έξεις του ταφέντος

νεχρου.

Καί πότε μέν το άγγεΐον έποίήθη οέν δυνάμεθα
δυστυχώς νά όρίσωμεν άχρίδώς* έχ του σχήματος
όμως των γραμμάτων χρίνοντες δυνάμεθα ν^ άνα-
γάγωμεν αυτό εις χρόνους ούχί πολύ άρχαίοτέρους
των του πρώτου προ Χρίστου αίώνος. Ύσφαλέ-
στερον δυνάμεθα ν άποχρίθώρ,εν εις το έρώτημα
όποιον τί πρότυπον έμίμήθη ο τεχνίτης του αγ-
γείου, έρώτημα, οπερ παρέχει ήμΐν αφορμήν νά
Οέσωμεν ή ύπαρξίς χαί ετέρου αντίτυπου, οπερ
άνήχεί έπίσης εις το Μουσεΐον της Αρχαίολογί-
χής Εταιρίας. Είναι χαί τούτο μονωτον ωσαύτως
άγγεΐον (άρίΟ. ευρετηρίου 3773) έχ Τανάγρας,
σχήμα έχον άγαλματίου, πηλού χαλης ποίότητος
χαί χρώματος έρυΟροχίτρίνου μετά στίλδοντος γα-
νώματος του αύτου μέν χρώματος άλλά βαθυτέ-
ρου. Ύψος αύτου μετά της βάσεως 0,183 (το στό-
κον είναι άποχεχρουσμένον). Της βάσεως ύψος
0,02, πλάτος χατά την έμπροσθίαν πλευράν 0,083
χαί βάθος περίπου 0,093, του πηλού πάχος 0,003.
Τοσαύτη είναι ή ύμοίότης του προς το έχ Σχύρου
άγγεΐον χατά τε το σχήμκ χαί την παράστασίν,
ώστε ούδεμία άμφί^ολία οτί άμφότερα είναι πεποίη-
μένα χατά το αυτό ύπόδείγμα' μόνον χατά τά έξής
διαφέρει το έχ Τανάγρας άγγεΐον: ΤΙ χεφαλή της

γραίας οέν είναι προς τά άνω έστραμμένη, το προ-
σωπον στενώτερον, οίποδες,ώς φαίνεται, ύποδεδε-
μένοί, ο χίτών δέ χ%ί το ίμάτίον έν τω μεταξύ των
σχελών δέν δίαχρίνονταί άπ άλλήλων. Η έργασία
είναι άγροΐχος χαί βαναυσίχή, ένεχα δέ τούτου άού-
νατος πάσα σύγχρίσίς του τρόπου της έργασίας της
μορφής ταύτης προς τον της προηγουμένης.
Το προϋποτεθέν χοίνον άυ,τοτέοοίς τοΐς άγ-
γείοίς πρότυπον ήδύνατο νά θεωρηθή χαί απλώς
ώς έν τών χοίνών εις χρησίν τών τεχνιτών παρα-
δειγμάτων. Η έξης όμως φίλίχή παρατήρησίς χα-
θίστα το πράγμα άπίθανον. Η παράστασής δη-
λονό

οτί του εχ

Σχύρου άγγείου οαίνεταί
ί II *

χουσα
παράδοξόν τίνα άντίφασίν' διότι, τί χυρίως παρί-
σταταί πράττουσα ή γραία; ΙΙαρίσταταί απλώς
ώς παραδεδομένη εις δίάχυσίν ; II σχετίχώς όρθία
στάσίς της χεφαλης άντίχείταί εις την έχδοχήν
ταύτην. Εις τον χατ έπανάληψίν Οεώμενον την
μορφήν ή αυτή πάντοτε έμποίεΐταί έντύπωσίς ότι
δηλ. ή γραία περιφέρει μεθ' ηδονής έν τώ στοματί
γενναίαν δόσίν οίνου πριν ή χαταπίη αυτόν έντε-
λώς. 'Αλλ' εις τούτο έναντίουταί πως ο τρόπος
χαθ ον ή μορφή είχονίζεταί περίσφίγγουσα το οίνο-
φόρον άγγεΐον. Συμφωνοτερον προς τήν άνωτέρω
έννοιαν θά ήτο έάν το άγγεΐον παρίστατο χρατού-
μενον ύπο τής χείρος τής προ μίχρου προσαγαγού-
σης κΰτό εις τά χείλη. Ή άντίφκίπς κί'ρετκί άΐΐλού-
στκτκ έάν ΐΐ!χρκοεχθώυ.εν εχου,εν ττρο όφΟκλαών
άντίγροίοον ετέρου έργου τροιτοτΐοίηθέν όμως σύμ-
φωνα προς τούς χανονας τής άγγείοπλαστίχής.
Καί ο τύπος τής μορφής , ον παρέχουσίν ήμΐν
τά άνωτέρω άγγεΐα δεν είναι πράγματι πρωτοφα-
νής. Το οτί γραία μεθύουσα δεν είναι άγνωστον
προσωπον έν ταΐς χωμωδίαίς του Εύπόλίδος χαί

του Αρίστοφάνους πρ^. 8ΐθρ!ι&ηί έ. ά) οέν συν-
τελεί πολύ εις τήν περί έργων τέχνης χρίσίν. Αλλ
έν αυτή τή τέχνη ήδη πρώιμα άπαντώσίν όμοιοι
τύποι* τά παρά 8ίερ5ίΠΐί ε. ά. πίν. III, 12. 14)
πήλινα ειδώλια άνήχουσίν ήδη εις το πρώτον ήμίσυ
του αίώνος. Αί γελοίογραφίχαί μορφαί, αΐτίνες
μετά τών άνωτέρω έν τοΐς τάφοίς τής Κριμαίας

* ί

(δίθρίιαηί ε. ά.) άνεχαλύφθησαν, τά ύπο δϋίιοηθ
(ΟΓΐθΰΙι.ΗεΙ. πίν.ΧΧΧλΤ) δημοσίευθέντα άγαλ-
μάτία, αί παρόμοίαί έξ Αλεξάνδρειάς μορφαί
(Αΐίίθη.ΜίΐΐΙΐθίί. 1883 πίν. X έξ.), τάπαρά ΕίΐΓί-
10

ΕΦΗΜΕΡΙΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ 1891.
 
Annotationen