155
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΝΗΘΟΣ ΑΝΤΡΟΥ
156
οξέος οργάνου αί αραινόμεναι γραμμαί άνευ ουδε-
μίας δηλώσεως έκτύπου άναγλύφου, ώστε έπι της
αυτής έπιπέοου επιφανείας νά ευρίσκεται Ό έντος
των γραμμών υπάρχων χώρος μετά του έκτος
αυτών V Είναι ακριβώς ο αυτός τρόπος της έγχα-
ράξεως, τον οποίον βλέπομε έφαρμοζόμενον έπι
αγγείων έκ μετάλλου και μάλιστα κατόπτρων.
Έπι μαρμάρου ό τρόπος ούτος δεν ήσκήθη ειμή
σπανιώτατα. Αρκούμαι νά άναφέρω το έν Βερο-
λίνα) έπιτύμβιον άνάγλυα;ον του Μητροδώρου 2, άν
καϊ έπ αύτου το πεδίον διακρίνεται από τών πα-
ραστάσεων διά έλαφράς στίξεως γενομένης οι αιχ-
μηρού οργάνου.
Ως προς την παράστασιν είναι φανερόν, ότι
εχομεν ένταΟθα τράγον μάλλον ή κριόν, ό οποίος
πατεί έπι του διά γραμμών ώς ανωμάλου δηλω-
θέντος έδάφους. Ο τράγος λοιπόν ούτος και ή
όμοιότης της πλακός προς την του ανωτέρω περι-
γραφεντος ανάγλυφου καθιστώσι πιθανόν, δτι κα'ι
τό τεμάχιον τούτο ανήκει εις ό'μοιον άναθηματικόν
πίνακα, οπού θά παρίστατο ό Πάν μετά του τρά-
γου. Μικρόν άγαλμάτιον του Πάνος Επιδαύ-
ρου (Γλυπτά 282) δεικνύει έπι της εαυτού βάσεως
καϊ ί'χνη τών ποδών τετραπόδου, πιθανώς τράγου.
Τό ζώον ήτο ιερόν εις τον Πάνα, ό'πως μανθάνο-
μεν προ πάντων έκ του έξης χωρίου του Λουκια-
νού (Δις κατηγ. 10), οπού έρωτώμενος πώς διά-
γει ο έξ Αρκαδίας μετοικήσας θεός έν μέσω τών
Αθηναίων αποκρίνεται μεταξύ άλλων: «δις ή
τρις του έτους ανιόντες οί Αθηναίοι) έπιλεξάμενοι
ΕΙκών 10.
τράγον ενορχιν Ούουσί μοι πολλής της κινάβρας μάχιον τούτο έκ πεντελικοΰ μαρμάρου άπετελέ-
άπό'ζοντα, ειτ' εύωχουνται τά κρέα, ποιησάμενοί σθη έκ δύο συντριμμάτων προσαρμοζόντων και
με τής εύφροσύνης μάρτυρα καί ψιλώ τιμήσαντες 'ε'χει μήκος 0, Μ Η όπισθεν έπιφάνεια είναι τε-
τώ κρότω. Πλήν άλλ' εχει τινά μοι ψυχαγωγίαν λείως κατεστραμμένη. Τό κατώτερον, ώς έν τή ε'ι-
ό γέλως αυτών και ή παιδιά». κόνι παρίσταται άκρον, αποτελείται άπο μικρόν
9. Έκ τών ανασκαφών του άντρου προέρχεται έξεχούσης λείας έπιφανείας, έν ω κατά τό άνώτε-
καί τό μόνον λείψανον περιάπτου γλυπτού έργου, ρον άκρον ή τρίχωσις παύει καί όσον έκ του σω-
ό'πως άπεικονίζεται παραπλεύρως (είκ. 11). Τό τε- ζομένου δυνάμεθα νά κρίνωμεν έπι μείζονος ή τό
, „ , , ήμικύκλιον υ,έρους. Το τοιχωτόν λοιπόν μέρος του
1 Ανάγλυφα τινα Επιτύμβια τοϋ ΕΟν. Μουσείου, ώς το υπ αρ. ^ * ^ \ "
1117 του Γλαυκίου καί τής Βύβούλης παρουσιάζουοι όμοιοτητά τινα σκέλους, διότι είναι πρόόηλον ότι πρόκειται περί
1ν τούτω, δτι δεν ϊχει διακριθη ό 'έξω τών μορφών πρός τον Ιντός τραγείου σκέλους αγάλματος Πανός, περιορίζεται
νώοον διά τής παοαστάσεως διαφόοου ύψους. Εν τούτοις ομως δια γ ^ , ; ι ^ , „
- ι , λ · «ε - ί μεταςυ των ουο τούτων λείων έπιφανειων και εγει
της πλατυνσάως ποος τα εςω των γοααμων του πεοιγραμυατος φαι- Π ^ Τ Α.
■νεται αρχομένη ή όηθεϊσα διάκρισις. μήκος 0,09, έν ώ το πάχος είναι σχεδόν άλλο
2 "13ε ΒβΓίίη, Ββ8θ1ΐΓΘΪΪ)υηε κ.τ.λ. 766Α καί 1358. Έν τώ / Λ, ΤΟ _ ; \ ν , ν , « . ν
._. ΛΤ , ' τ_. „ & , τ , , ' τόσον. Ιο προς τα ανω άκρον φαίνεται ως αρχη
Εσν. Μουσειω δεν ειδον ομοιον χάραγμα, αλλ εν :ω μικρω μου- 1 ^
■αείω τή; Ακροπόλεως δύο τεμάχια υπ' άρ. 2705 καί 3707- του γόνατος ή τίνος τοιούτου μέρους, όπουτά
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΝΗΘΟΣ ΑΝΤΡΟΥ
156
οξέος οργάνου αί αραινόμεναι γραμμαί άνευ ουδε-
μίας δηλώσεως έκτύπου άναγλύφου, ώστε έπι της
αυτής έπιπέοου επιφανείας νά ευρίσκεται Ό έντος
των γραμμών υπάρχων χώρος μετά του έκτος
αυτών V Είναι ακριβώς ο αυτός τρόπος της έγχα-
ράξεως, τον οποίον βλέπομε έφαρμοζόμενον έπι
αγγείων έκ μετάλλου και μάλιστα κατόπτρων.
Έπι μαρμάρου ό τρόπος ούτος δεν ήσκήθη ειμή
σπανιώτατα. Αρκούμαι νά άναφέρω το έν Βερο-
λίνα) έπιτύμβιον άνάγλυα;ον του Μητροδώρου 2, άν
καϊ έπ αύτου το πεδίον διακρίνεται από τών πα-
ραστάσεων διά έλαφράς στίξεως γενομένης οι αιχ-
μηρού οργάνου.
Ως προς την παράστασιν είναι φανερόν, ότι
εχομεν ένταΟθα τράγον μάλλον ή κριόν, ό οποίος
πατεί έπι του διά γραμμών ώς ανωμάλου δηλω-
θέντος έδάφους. Ο τράγος λοιπόν ούτος και ή
όμοιότης της πλακός προς την του ανωτέρω περι-
γραφεντος ανάγλυφου καθιστώσι πιθανόν, δτι κα'ι
τό τεμάχιον τούτο ανήκει εις ό'μοιον άναθηματικόν
πίνακα, οπού θά παρίστατο ό Πάν μετά του τρά-
γου. Μικρόν άγαλμάτιον του Πάνος Επιδαύ-
ρου (Γλυπτά 282) δεικνύει έπι της εαυτού βάσεως
καϊ ί'χνη τών ποδών τετραπόδου, πιθανώς τράγου.
Τό ζώον ήτο ιερόν εις τον Πάνα, ό'πως μανθάνο-
μεν προ πάντων έκ του έξης χωρίου του Λουκια-
νού (Δις κατηγ. 10), οπού έρωτώμενος πώς διά-
γει ο έξ Αρκαδίας μετοικήσας θεός έν μέσω τών
Αθηναίων αποκρίνεται μεταξύ άλλων: «δις ή
τρις του έτους ανιόντες οί Αθηναίοι) έπιλεξάμενοι
ΕΙκών 10.
τράγον ενορχιν Ούουσί μοι πολλής της κινάβρας μάχιον τούτο έκ πεντελικοΰ μαρμάρου άπετελέ-
άπό'ζοντα, ειτ' εύωχουνται τά κρέα, ποιησάμενοί σθη έκ δύο συντριμμάτων προσαρμοζόντων και
με τής εύφροσύνης μάρτυρα καί ψιλώ τιμήσαντες 'ε'χει μήκος 0, Μ Η όπισθεν έπιφάνεια είναι τε-
τώ κρότω. Πλήν άλλ' εχει τινά μοι ψυχαγωγίαν λείως κατεστραμμένη. Τό κατώτερον, ώς έν τή ε'ι-
ό γέλως αυτών και ή παιδιά». κόνι παρίσταται άκρον, αποτελείται άπο μικρόν
9. Έκ τών ανασκαφών του άντρου προέρχεται έξεχούσης λείας έπιφανείας, έν ω κατά τό άνώτε-
καί τό μόνον λείψανον περιάπτου γλυπτού έργου, ρον άκρον ή τρίχωσις παύει καί όσον έκ του σω-
ό'πως άπεικονίζεται παραπλεύρως (είκ. 11). Τό τε- ζομένου δυνάμεθα νά κρίνωμεν έπι μείζονος ή τό
, „ , , ήμικύκλιον υ,έρους. Το τοιχωτόν λοιπόν μέρος του
1 Ανάγλυφα τινα Επιτύμβια τοϋ ΕΟν. Μουσείου, ώς το υπ αρ. ^ * ^ \ "
1117 του Γλαυκίου καί τής Βύβούλης παρουσιάζουοι όμοιοτητά τινα σκέλους, διότι είναι πρόόηλον ότι πρόκειται περί
1ν τούτω, δτι δεν ϊχει διακριθη ό 'έξω τών μορφών πρός τον Ιντός τραγείου σκέλους αγάλματος Πανός, περιορίζεται
νώοον διά τής παοαστάσεως διαφόοου ύψους. Εν τούτοις ομως δια γ ^ , ; ι ^ , „
- ι , λ · «ε - ί μεταςυ των ουο τούτων λείων έπιφανειων και εγει
της πλατυνσάως ποος τα εςω των γοααμων του πεοιγραμυατος φαι- Π ^ Τ Α.
■νεται αρχομένη ή όηθεϊσα διάκρισις. μήκος 0,09, έν ώ το πάχος είναι σχεδόν άλλο
2 "13ε ΒβΓίίη, Ββ8θ1ΐΓΘΪΪ)υηε κ.τ.λ. 766Α καί 1358. Έν τώ / Λ, ΤΟ _ ; \ ν , ν , « . ν
._. ΛΤ , ' τ_. „ & , τ , , ' τόσον. Ιο προς τα ανω άκρον φαίνεται ως αρχη
Εσν. Μουσειω δεν ειδον ομοιον χάραγμα, αλλ εν :ω μικρω μου- 1 ^
■αείω τή; Ακροπόλεως δύο τεμάχια υπ' άρ. 2705 καί 3707- του γόνατος ή τίνος τοιούτου μέρους, όπουτά