ιοο
του φωτός ενεργείας τουτέστιν είς τον τόνον, τον όποιον δ Απελλής διά τίνος συγχρόνου έν μέρει διατηρητικου,
έν μέρει δέ μέ τ6 τόν έρεθισμόν της οράσεως μετριάζον κάλυκα έπετάχυνε.
Παρομοίως γινώσκομεν οτι οί παλαιοί έγνώρισαν έγκαυστικήν ζωγραφικήν τρία δέ είδη ταύτης γ.ατ'ίςοχήν
διεκρίνοντο, Α'. Το άπλοΰν εγκχυσμα ιχνογραφιών επί πλακών έλεφαντίνων μέ τό γλυφεΤον. Β'. Το χρωμάτι-
σμα κυρωτών βαφών διαφόρων ειδών εις πλάκας ή τοίχου; μέ το γλυφεΤον, μ=0 ών ήτον συνεζευγρ.ένη και μία
τελεία έ'γκαυσις των χρωμάτων δ.ά πυρός. Γ'. Το χρωμάτισμα τών πλοίων μέ τήν γραφίδα, τούτο δέ συνί-
στατο έκ πίσσης και κτιρίου, ή οποία βαφή έγίνετο ουχί μόνον προς στο).ισμόν της εςω του π).οίου επιφανείας,
άλλα και προς διατήρησιν έκ τής του θαλασσίου ύδατος επιρροές.
Περί όγγεωχρωματίσιιον.
Τόν χρωματισμον τών αγγείων τούτων λέγω τόν μη περί πολ'λοϋ ποιούμενον κλάδον της τέχνης μετέρχοντο
αν και μετά ακριβείας κατά τόν άκόλουΟον τρόπον, τουτέστι τά άπας έψημμένα αγγεία ή/είφοντο μέ τό σύννι
6ες μελανοκκόκινον χρώμα, και ούτως μετεχρίοντο τά άγγεΤα και έψήνοντο έκδευτέρου.
Περί τών χρωμάτων τών παίαιών 'ΈΙ.Ιψων.
Προσκληθείς παρά του Εφόρου τών αρχαιότητος Κυρίου Κ. Σ. Πιττάκη διά τήν'έςέτασιν τών εις διάφορα μ?ρη
της Ακροπόλεως ακόμη σωζόμενων χρωμάτων, καΟυπέβαλον δείγματα διαφόρων χρωμάτων εις χημικάς έςε-
τάσεις, τών όποιων τά αποτελέσματα λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ώς άκολουδως.
Τά άνακαλυφΟέντα χρώματα ν σαν
ά) Τό κόκκινον, τό όποιον ήτον δυο ειδών,
β) Τό πράσινον.
γ) Τό κυανού ν.
δ) Το ρ,έλαν.
ε) Τό λευκόν.
ζ) Τό κίτρινον.
Α) Ποώτον μεν γινώσκομεν ότι οί παλαιοί Ελληνες έγνώρισαν την τέχνην τοϋχρυσώνειν διάφορα σώματα
ούτως εΰρίσκομεν κεφαλάς μαρμαρένιας, εις τάς οποίας οί βόστρυχοι φαίνονται χρυσομένοι. Εκ τοϋ είδους του
χρυσού 8ν μετεχειρίζοντο, παρατηρούμεν οτι καθώς τήν σήμερον μεταχειριζόμεθα τά χρυσόφυλλα, ουτω και
τό πάλαι έχρησίμευον δια τήν τέχνην της χρυσώσεως* μάρτυς τούτου είναι ό Ομηρος τκΰτα λέγων
» Εις αύ χουσο/οον λαίοκεον οε3:ο κεκλτισθω.
» Ελδίϊν , ό-^ρα βοό; χρυσών /.ί'ρασ'.ν 7ΤΓε;ιχ;6/,. όίιισ. Γ.
συμπ?ραίνομεν δέ καθ' οσον γνωρίζομεν, ό'τι οί παλαιοί ήςευρον τήν επιδεκτικότητα της σφυρηλασίας του χρυ-
σού, και άνευ τινός αμφιβολίας ύπήρχον και εργοστάσια. Ως προς τόν τρόπον δέ της κολλήαεως άπαντώ ότι, έκ
, τών εις τας κεφαλάς υπαρχόντων στιλπνών στιβάδων, αί'τινες κα6υπεβλή9ησαν εις χημικήν άνάλυσιν φαίνεται
και ή ϋπαρξις τινός ζωτικού σιόματος ομοιάζοντος κατά το μάλλον και ήττον μέ τό τήν σήμερον έκ τών ότέων
κατασκευαζόμενον πήκτο^μα (Οοΐ'α).
Τό έρυθρον χρώμα ήτο δύο ειδών, τό μεν εν άνοικτότερον τό δέ άλλο βαΟότερον τό χρώμα ελήφθη έκ της
πηζίδος χρωματιστού τίνος (1). Τό χρώμα τοϋ το είναι άδιάλυτον είς τό ΰδωρ και τά έτερα ρευστά, διαλυτόν
κατά μέρος είς τό ύδροχλωρικαν και νιτρικόν οξύ. Τά χημικά αντιδραστήρια φανερόνουσι τήν υπαρξιν σιδη-
ρούχων μορίων κτλ.
Εκατόν μέρη του ερυθρού χρώματος,
έμπερίέχουσιν.
Οζείδιον σιδήρου 54. Ο
ΑνΟρακικήν τ'ιτανον 1 5
(1) Η πηξΐς αΰτνι σωζοιιε'νη ης τάς έν Ακροπο'λει αρχαιολογίας συλλογάς σώζονται έν αύτίί εισέτι τ(ατ'αατα χρώυ,ατοί ε'ρυθροϋ. Κ. Σ, Π.
του φωτός ενεργείας τουτέστιν είς τον τόνον, τον όποιον δ Απελλής διά τίνος συγχρόνου έν μέρει διατηρητικου,
έν μέρει δέ μέ τ6 τόν έρεθισμόν της οράσεως μετριάζον κάλυκα έπετάχυνε.
Παρομοίως γινώσκομεν οτι οί παλαιοί έγνώρισαν έγκαυστικήν ζωγραφικήν τρία δέ είδη ταύτης γ.ατ'ίςοχήν
διεκρίνοντο, Α'. Το άπλοΰν εγκχυσμα ιχνογραφιών επί πλακών έλεφαντίνων μέ τό γλυφεΤον. Β'. Το χρωμάτι-
σμα κυρωτών βαφών διαφόρων ειδών εις πλάκας ή τοίχου; μέ το γλυφεΤον, μ=0 ών ήτον συνεζευγρ.ένη και μία
τελεία έ'γκαυσις των χρωμάτων δ.ά πυρός. Γ'. Το χρωμάτισμα τών πλοίων μέ τήν γραφίδα, τούτο δέ συνί-
στατο έκ πίσσης και κτιρίου, ή οποία βαφή έγίνετο ουχί μόνον προς στο).ισμόν της εςω του π).οίου επιφανείας,
άλλα και προς διατήρησιν έκ τής του θαλασσίου ύδατος επιρροές.
Περί όγγεωχρωματίσιιον.
Τόν χρωματισμον τών αγγείων τούτων λέγω τόν μη περί πολ'λοϋ ποιούμενον κλάδον της τέχνης μετέρχοντο
αν και μετά ακριβείας κατά τόν άκόλουΟον τρόπον, τουτέστι τά άπας έψημμένα αγγεία ή/είφοντο μέ τό σύννι
6ες μελανοκκόκινον χρώμα, και ούτως μετεχρίοντο τά άγγεΤα και έψήνοντο έκδευτέρου.
Περί τών χρωμάτων τών παίαιών 'ΈΙ.Ιψων.
Προσκληθείς παρά του Εφόρου τών αρχαιότητος Κυρίου Κ. Σ. Πιττάκη διά τήν'έςέτασιν τών εις διάφορα μ?ρη
της Ακροπόλεως ακόμη σωζόμενων χρωμάτων, καΟυπέβαλον δείγματα διαφόρων χρωμάτων εις χημικάς έςε-
τάσεις, τών όποιων τά αποτελέσματα λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ώς άκολουδως.
Τά άνακαλυφΟέντα χρώματα ν σαν
ά) Τό κόκκινον, τό όποιον ήτον δυο ειδών,
β) Τό πράσινον.
γ) Τό κυανού ν.
δ) Το ρ,έλαν.
ε) Τό λευκόν.
ζ) Τό κίτρινον.
Α) Ποώτον μεν γινώσκομεν ότι οί παλαιοί Ελληνες έγνώρισαν την τέχνην τοϋχρυσώνειν διάφορα σώματα
ούτως εΰρίσκομεν κεφαλάς μαρμαρένιας, εις τάς οποίας οί βόστρυχοι φαίνονται χρυσομένοι. Εκ τοϋ είδους του
χρυσού 8ν μετεχειρίζοντο, παρατηρούμεν οτι καθώς τήν σήμερον μεταχειριζόμεθα τά χρυσόφυλλα, ουτω και
τό πάλαι έχρησίμευον δια τήν τέχνην της χρυσώσεως* μάρτυς τούτου είναι ό Ομηρος τκΰτα λέγων
» Εις αύ χουσο/οον λαίοκεον οε3:ο κεκλτισθω.
» Ελδίϊν , ό-^ρα βοό; χρυσών /.ί'ρασ'.ν 7ΤΓε;ιχ;6/,. όίιισ. Γ.
συμπ?ραίνομεν δέ καθ' οσον γνωρίζομεν, ό'τι οί παλαιοί ήςευρον τήν επιδεκτικότητα της σφυρηλασίας του χρυ-
σού, και άνευ τινός αμφιβολίας ύπήρχον και εργοστάσια. Ως προς τόν τρόπον δέ της κολλήαεως άπαντώ ότι, έκ
, τών εις τας κεφαλάς υπαρχόντων στιλπνών στιβάδων, αί'τινες κα6υπεβλή9ησαν εις χημικήν άνάλυσιν φαίνεται
και ή ϋπαρξις τινός ζωτικού σιόματος ομοιάζοντος κατά το μάλλον και ήττον μέ τό τήν σήμερον έκ τών ότέων
κατασκευαζόμενον πήκτο^μα (Οοΐ'α).
Τό έρυθρον χρώμα ήτο δύο ειδών, τό μεν εν άνοικτότερον τό δέ άλλο βαΟότερον τό χρώμα ελήφθη έκ της
πηζίδος χρωματιστού τίνος (1). Τό χρώμα τοϋ το είναι άδιάλυτον είς τό ΰδωρ και τά έτερα ρευστά, διαλυτόν
κατά μέρος είς τό ύδροχλωρικαν και νιτρικόν οξύ. Τά χημικά αντιδραστήρια φανερόνουσι τήν υπαρξιν σιδη-
ρούχων μορίων κτλ.
Εκατόν μέρη του ερυθρού χρώματος,
έμπερίέχουσιν.
Οζείδιον σιδήρου 54. Ο
ΑνΟρακικήν τ'ιτανον 1 5
(1) Η πηξΐς αΰτνι σωζοιιε'νη ης τάς έν Ακροπο'λει αρχαιολογίας συλλογάς σώζονται έν αύτίί εισέτι τ(ατ'αατα χρώυ,ατοί ε'ρυθροϋ. Κ. Σ, Π.