ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ X
ΑΥΤΑΡ ο γυμνώ9τη ρακέωνπολύμητχς’Οδυεεεύς,
αλτο δ’ επι μέγαν ούδόν έ'?εων βιόν ήδέ εραρέτρην
Ιών εμπλείην, τα^εέας δ’ εκ?εεύατ7 όιετούς
αύτού πρόεϊε ποδών, μετά δε μνηετήρειν εειττεν*
Ούτος μεν δή αείίλος άάατος έκτετέλεεταί'
νΰν αύτε εκοπόν άλλον7 δν ού ττώ τις βάλεν άνήρ,
ειεομοα αϊ κε τύ^ωμι,πόρηι δε μοι εύ^ος Απόλλων.
Ή και επ’Αντινόωι ιϊύνετο πικρόν όιετόν.
ή τοι δ καλόν αλεχεον άναιρήεεεϊαι έμελλε,
^ρύεεον άμερωτον, και δή μετδε ;χερεχν ένώμα7
όερρα πίοι οϊνοιο, ερόνος δε οι ούκ ενι ϊυμώι
μέμβλετο' τίς κ οϊοιτο μετ’ άνδράει δαιτυμόνεεει
μοΰνον ένι πλεόνεεει,καί. ει μάλα καρτερός εϊη7
οι τεύξειν θάνατόν τε κακόν και κήρα μέλαιναν·
τον δ7 Όδυεεύς κατά λαιμόν έπιερεόμενος βεχλεν ιώι,
άντικρύ δ7 άπαλοΐο δι αύρεένος ήλυ9·7 άκεοκή.
έκλίν9τ) δ7 ετέρωεε, δέπας δε οι έκπεεε ^ειρός
βλημενου, αύτίκα δ7 αυλός άνα ρίνας παμδς ήλ^εν
αίματος όενδρομέοιο, 9-οώς δ’ από είο τράπε3αν
ώεε πόδι πλήξας, από δ’ειδατα ρεεύεν εραβε
εΐτός τε κρέα τ’οπτά ερορύνετο. τοι δ’όμάδηεαν
μνηετήρες κατά δέομαι’ δ πέος ιδον ανδρα πεεόντα
(εκ δε 3-ρόνεον άνόρουεαν όρινϊέντες κατά δώμα,
πάντοεε παπταίνοντες ευδμήτους ποτι τοίχους,
ουδέ που δεεπις έην ούδ7 αλκιμον έγ?εος έλέε^αι),
νείκειον δ’Όδυεήα ^ολωτοΐειν έπέεεεί'
Ξεΐνε, κακώς άνδρών τοξα3εαΐ' ούκέτ άέ9λων
άλλων όεντιεχεεις, νύν τοι εάος αιπύς όλεθρος,
και γοερ δή νΰν φώτα κατέκτανες, δς μέγ7 άιριετος
κούρων είν’Ιϊάκηΐ'τώ ε7ενθάδε γύπες εδονται.
’Ίεκε έκαετος όενήρ, έπει ή εράεαν ούκ έίΐέλοντα
ανδρα κατακτεϊναι,τό δε νήπιοι ούκ ένόηεαν
Cp 400 - 434, ρ 1-32
ΑΥΤΑΡ ο γυμνώ9τη ρακέωνπολύμητχς’Οδυεεεύς,
αλτο δ’ επι μέγαν ούδόν έ'?εων βιόν ήδέ εραρέτρην
Ιών εμπλείην, τα^εέας δ’ εκ?εεύατ7 όιετούς
αύτού πρόεϊε ποδών, μετά δε μνηετήρειν εειττεν*
Ούτος μεν δή αείίλος άάατος έκτετέλεεταί'
νΰν αύτε εκοπόν άλλον7 δν ού ττώ τις βάλεν άνήρ,
ειεομοα αϊ κε τύ^ωμι,πόρηι δε μοι εύ^ος Απόλλων.
Ή και επ’Αντινόωι ιϊύνετο πικρόν όιετόν.
ή τοι δ καλόν αλεχεον άναιρήεεεϊαι έμελλε,
^ρύεεον άμερωτον, και δή μετδε ;χερεχν ένώμα7
όερρα πίοι οϊνοιο, ερόνος δε οι ούκ ενι ϊυμώι
μέμβλετο' τίς κ οϊοιτο μετ’ άνδράει δαιτυμόνεεει
μοΰνον ένι πλεόνεεει,καί. ει μάλα καρτερός εϊη7
οι τεύξειν θάνατόν τε κακόν και κήρα μέλαιναν·
τον δ7 Όδυεεύς κατά λαιμόν έπιερεόμενος βεχλεν ιώι,
άντικρύ δ7 άπαλοΐο δι αύρεένος ήλυ9·7 άκεοκή.
έκλίν9τ) δ7 ετέρωεε, δέπας δε οι έκπεεε ^ειρός
βλημενου, αύτίκα δ7 αυλός άνα ρίνας παμδς ήλ^εν
αίματος όενδρομέοιο, 9-οώς δ’ από είο τράπε3αν
ώεε πόδι πλήξας, από δ’ειδατα ρεεύεν εραβε
εΐτός τε κρέα τ’οπτά ερορύνετο. τοι δ’όμάδηεαν
μνηετήρες κατά δέομαι’ δ πέος ιδον ανδρα πεεόντα
(εκ δε 3-ρόνεον άνόρουεαν όρινϊέντες κατά δώμα,
πάντοεε παπταίνοντες ευδμήτους ποτι τοίχους,
ουδέ που δεεπις έην ούδ7 αλκιμον έγ?εος έλέε^αι),
νείκειον δ’Όδυεήα ^ολωτοΐειν έπέεεεί'
Ξεΐνε, κακώς άνδρών τοξα3εαΐ' ούκέτ άέ9λων
άλλων όεντιεχεεις, νύν τοι εάος αιπύς όλεθρος,
και γοερ δή νΰν φώτα κατέκτανες, δς μέγ7 άιριετος
κούρων είν’Ιϊάκηΐ'τώ ε7ενθάδε γύπες εδονται.
’Ίεκε έκαετος όενήρ, έπει ή εράεαν ούκ έίΐέλοντα
ανδρα κατακτεϊναι,τό δε νήπιοι ούκ ένόηεαν
Cp 400 - 434, ρ 1-32