66
ACTA XANTHIPPAE
κάμού του στενα.γμού καϊ των δακρύων καϊ δδς πΧηρωσιν τώ
ύπνω μου, καϊ έπίβαΧε ύπνον έπϊ τον ΤΙρόβον εως ού καταξιωθώ
τού αγίου βαπτίσματος της δωρεάς, οτι τούτου εφίεμαι τυχεΐν
πάνυ, εΖς δόξαν καϊ αίνον τού αγίου ονόματος σου.
5 XIII. Ό δέ ΧΙρόβος έτι δείπνων έκέΧευσεν άσφαΧισθηναι
τάς πυΧας της οικίας αυτών δια ώμων καϊ πονηρών στρατιωτών'
καϊ ταύτα αυτού διαταξαμένου, ευθέως ύπνωσεν έπϊ τού άκουμ-
βίτου. τότε οί παΐδες έΧθόντες άπήγγειΧαν τούτο τη Ξανθίππη
προς τό έξυπνησαι αυτόν, η δέ είπεν' ΊΊαύσατε, τέκνα μου, τούς
ίο Χύχνους, και έάσατε αυτόν ούτως. πρωθύπνου δέ γενομένου,
Χαβούσα τριακοσιους χρυσινούς, ήΧθεν προς τάς πύΧας Χέγουσα
έν έαυτη’ 'Ίσως τη ποσότητι των χρημάτων πεισθήσεται ό πυ-
Χωρός. ό δέ, πονηρός ών καϊ απονενοημένος, ούκ έπείθετο τούτο
πράξαι' η δε,Χυσασα καϊ την ζώνην αυτής1, διάΧιθον ούσαν δια-
ΐ5 κοσίων χρυσινών, διδωσιν αυτώ καϊ έξηΧθεν Χέγουσα' Κύριε, τούς
δούΧους μου χρήμασιν πείθω διά τό μη τον κνρυκά σου Παΰλορ
ΘΧιβηναι υπό τού ΤΙρόβου. ηρχετο δέ η Ξανθίππη έπϊ την
οίκίαν ΦιΧοθέου τού απο έπαρχων, ώσπερ έπϊ μεγίστω καϊ παρα-
τάξω πράγματι, τρέχουσα καϊ δοξάζουσα2 τον θεόν διερχομενης
20 ούν αυτής έν τινϊ τόπω, οί δαίμονες κατέδραμον αυτήν μετά
πύρινων Χαμπάδων καϊ αστραπών η δέ στραφεΐσα όρα κατό-
πισθεν αυτής τό φpbκτόv έκεΐνο θέαμα, καϊ φόβω μεγάΧω συσχε-
θεΐσα είπεν' ΤΖ aob Χονπόν, άθΧία ψυχή, γέγονεν; 0Tb έστερήθης
της έπιθυμίας σου' έτρεχες είς σωτηρίαν, έτρεχες είς3 τό βάπ-
25 ^σμα, καϊ ένέπεσας είς τον δράκοντα καϊ τούς αυτού υπουργούς,
καϊ ταύτα των αμαρτημάτων σου παρασκευασάντων aob. ταύτα
δέ Χεγουσα, από ποΧΧης αθυμνας καϊ την ψυχήν απεΧέγετο' ό
δέ μύγας Παύλος προμηνυθεϊς υπό τού θεού την έπbδpoμηv τών
δαιμόνων, παρευθύ πΧησίον αυτής ίστηκει, προάγοντος αυτού
30 καϊ νεανίου ευμόρφου4" καϊ παραχρημα άφαντωθείσης της φαν-
τασίας τών δαιμόνων είπεν αύτη ό Παύλος1 'Νναστηθι, τέκνον
Άανθίππη, καϊ βΧέπε τον υπό σου ποθούμενον κύριον, ού τη
φΧογϊ καϊ ούρανοϊ σειόνται καϊ άβυσσος μαραίνεται, έπϊ δέ σε
έΧθόντα καϊ οικτείροντα καϊ σώζοντα' ιδέ τον έναγκαΧισάμενόν
35 σου τάς εύχάς καϊ παρευθύ ύπακούσαντα' βλέψον τον έν μορφή
ανθρώπου"' προσεΧθόντα, καϊ Χαβέ παρρησίαν κατά τώ>ν δαιμό-
1 α,ύτήν cod. 2 δοξάσου cod. 3 cod. 4 έμδρφου cod.
5 εύμορφη ανον cod,
ACTA XANTHIPPAE
κάμού του στενα.γμού καϊ των δακρύων καϊ δδς πΧηρωσιν τώ
ύπνω μου, καϊ έπίβαΧε ύπνον έπϊ τον ΤΙρόβον εως ού καταξιωθώ
τού αγίου βαπτίσματος της δωρεάς, οτι τούτου εφίεμαι τυχεΐν
πάνυ, εΖς δόξαν καϊ αίνον τού αγίου ονόματος σου.
5 XIII. Ό δέ ΧΙρόβος έτι δείπνων έκέΧευσεν άσφαΧισθηναι
τάς πυΧας της οικίας αυτών δια ώμων καϊ πονηρών στρατιωτών'
καϊ ταύτα αυτού διαταξαμένου, ευθέως ύπνωσεν έπϊ τού άκουμ-
βίτου. τότε οί παΐδες έΧθόντες άπήγγειΧαν τούτο τη Ξανθίππη
προς τό έξυπνησαι αυτόν, η δέ είπεν' ΊΊαύσατε, τέκνα μου, τούς
ίο Χύχνους, και έάσατε αυτόν ούτως. πρωθύπνου δέ γενομένου,
Χαβούσα τριακοσιους χρυσινούς, ήΧθεν προς τάς πύΧας Χέγουσα
έν έαυτη’ 'Ίσως τη ποσότητι των χρημάτων πεισθήσεται ό πυ-
Χωρός. ό δέ, πονηρός ών καϊ απονενοημένος, ούκ έπείθετο τούτο
πράξαι' η δε,Χυσασα καϊ την ζώνην αυτής1, διάΧιθον ούσαν δια-
ΐ5 κοσίων χρυσινών, διδωσιν αυτώ καϊ έξηΧθεν Χέγουσα' Κύριε, τούς
δούΧους μου χρήμασιν πείθω διά τό μη τον κνρυκά σου Παΰλορ
ΘΧιβηναι υπό τού ΤΙρόβου. ηρχετο δέ η Ξανθίππη έπϊ την
οίκίαν ΦιΧοθέου τού απο έπαρχων, ώσπερ έπϊ μεγίστω καϊ παρα-
τάξω πράγματι, τρέχουσα καϊ δοξάζουσα2 τον θεόν διερχομενης
20 ούν αυτής έν τινϊ τόπω, οί δαίμονες κατέδραμον αυτήν μετά
πύρινων Χαμπάδων καϊ αστραπών η δέ στραφεΐσα όρα κατό-
πισθεν αυτής τό φpbκτόv έκεΐνο θέαμα, καϊ φόβω μεγάΧω συσχε-
θεΐσα είπεν' ΤΖ aob Χονπόν, άθΧία ψυχή, γέγονεν; 0Tb έστερήθης
της έπιθυμίας σου' έτρεχες είς σωτηρίαν, έτρεχες είς3 τό βάπ-
25 ^σμα, καϊ ένέπεσας είς τον δράκοντα καϊ τούς αυτού υπουργούς,
καϊ ταύτα των αμαρτημάτων σου παρασκευασάντων aob. ταύτα
δέ Χεγουσα, από ποΧΧης αθυμνας καϊ την ψυχήν απεΧέγετο' ό
δέ μύγας Παύλος προμηνυθεϊς υπό τού θεού την έπbδpoμηv τών
δαιμόνων, παρευθύ πΧησίον αυτής ίστηκει, προάγοντος αυτού
30 καϊ νεανίου ευμόρφου4" καϊ παραχρημα άφαντωθείσης της φαν-
τασίας τών δαιμόνων είπεν αύτη ό Παύλος1 'Νναστηθι, τέκνον
Άανθίππη, καϊ βΧέπε τον υπό σου ποθούμενον κύριον, ού τη
φΧογϊ καϊ ούρανοϊ σειόνται καϊ άβυσσος μαραίνεται, έπϊ δέ σε
έΧθόντα καϊ οικτείροντα καϊ σώζοντα' ιδέ τον έναγκαΧισάμενόν
35 σου τάς εύχάς καϊ παρευθύ ύπακούσαντα' βλέψον τον έν μορφή
ανθρώπου"' προσεΧθόντα, καϊ Χαβέ παρρησίαν κατά τώ>ν δαιμό-
1 α,ύτήν cod. 2 δοξάσου cod. 3 cod. 4 έμδρφου cod.
5 εύμορφη ανον cod,