102
ΑΡΧΑΙΟΛ. ΔΕΛΤίΟΝ.— ΕΤΟΣ 1890.—ΙΟΤΛΙΟΣ
όπισθεν δε εις κρωβύλον άπολ/ίγουσαν. Έπί τής κόμης Ιχνη ερυθρού
χρώματος. Τύπος συνήθης, εργασία λεπτή. (Εύρ. Γεν. Έφ. 1499).
2. Είδώλιον πηλινον γυναικός επί κυκλικής βάσεως ΰψ. 0,25.
Ή γυνή Ιστάμενη, φέρει ποδηρη χειτώνα και έπ' αύτοΰ ίμάτιον·
δπερ άνέχει τϊί δεξιά, την άριστεράν έρείδουσα όπισθεν κατά την
όσφύν. Τύπος κοινός. "Ιχνη κυανού χρώματος επί των ενδυμάτων.
( Εύρ. Γεν. Έφορ. 1500 ).
3. Είδώλιον πηλινον γυναικός επί κυκλικής βάσεοος υψ. 0,19,
φερούσης ποδηρη χιτώνα και ίμάτιον από της κεφαλής μέχρι των
γονάτων. Ή δεξιά χειρ κατά τον μαστόν, ή αριστερά κατά την
όσφύν. Τύπος κοινός. (Εύρετ. Γεν. Έφορ. 1501 ).
4. Είδώλιον πηλινον γυναικός υψ. 0,22 φερούσης ποδηρη χιτώνα
μετά διπλοϊδίου. Την δεξιάν εχει κατά τον μαστόν ( κρατούσαν
άνθος ; ) την άριστεράν καθειμένην. 'Επί της κεφαλής πόλος. Τύ-
πος συνήθης. (Εύρ. Γεν. Έφορ. 1502).
5. Είδώλιον πηλινον γυναικός καθημένης επί θρόνου μετ' άνα-
κλίσεως (υψ. 0,27) και υποποδίου. Ή γυνή φέρει ποδηρη χιτώνα
και ίμάτιον καταλεΐπον γυμνόν το ήμισυ του στήθους. Την δεξιάν
χείρα εχει επί του γόνατος, την άριστεράν δε προ του μαστού κρα-
τούσαν τ6 Ίμάτιον (; ) "Εμπροσθεν αυτής, κατά την όσφύν, υπάρχει
ζώον καθήμενον (κύων; ). Το πρόσοοπον είναι άποκεκρουσμένον, ή
κόμη δε περί το μέτο^πον κατά σχήμα διατεταγμένη. "Ιχνη ερυ-
θρού χρωματισμού. Τύπος ουχί ασυνήθης, αρχαϊκός. (Εύρετ. Γεν.
Έφορ. 1503).
6. Είδώλιον πηλινον άρχαϊκόν γυναικός καθημένης επί θρόνου
μετ' άνακλίσεως και υποποδίου, υψ. 0,23. Ή γυνή φέρει στενον
ποδηρη χιτώνα, καλύπτοντα και τάς χείρας, λευκόν δέ και πεποι-
κιλμένον διά διαφόρο>ν κοσμημάτων εν ειδει ταινιών, ώς τά πολ-
λά, ερυθρού και κυανού χρώματος (έξηλειμμένον πολλαχοΰ). Το
άρχαϊκόν πρόσο>πον στέφει εξέχουσα κατά σχήμα διατεταγμένη
κόμη και υπεράνω ταύτης στεφάνη κεκοσμημένη δι' ομοίου κοσμή-
ματος τω του χιτώνος. Ό θρόνος είναι κεκοσμημένος δι' ερυθρών
γραμμών. Τύπος συνήθης. (Εύρετ. Γεν. Έφορ. 1504).
7. Είδώλιον πηλινον ομοίου τύπου τω προηγουμένω, έλασσον
και άνευ σχεδόν χρωμάτων (έξηλειμμένων). (Εύρ. Γ. Έφ. 1505).
ΑΡΧΑΙΟΛ. ΔΕΛΤίΟΝ.— ΕΤΟΣ 1890.—ΙΟΤΛΙΟΣ
όπισθεν δε εις κρωβύλον άπολ/ίγουσαν. Έπί τής κόμης Ιχνη ερυθρού
χρώματος. Τύπος συνήθης, εργασία λεπτή. (Εύρ. Γεν. Έφ. 1499).
2. Είδώλιον πηλινον γυναικός επί κυκλικής βάσεως ΰψ. 0,25.
Ή γυνή Ιστάμενη, φέρει ποδηρη χειτώνα και έπ' αύτοΰ ίμάτιον·
δπερ άνέχει τϊί δεξιά, την άριστεράν έρείδουσα όπισθεν κατά την
όσφύν. Τύπος κοινός. "Ιχνη κυανού χρώματος επί των ενδυμάτων.
( Εύρ. Γεν. Έφορ. 1500 ).
3. Είδώλιον πηλινον γυναικός επί κυκλικής βάσεοος υψ. 0,19,
φερούσης ποδηρη χιτώνα και ίμάτιον από της κεφαλής μέχρι των
γονάτων. Ή δεξιά χειρ κατά τον μαστόν, ή αριστερά κατά την
όσφύν. Τύπος κοινός. (Εύρετ. Γεν. Έφορ. 1501 ).
4. Είδώλιον πηλινον γυναικός υψ. 0,22 φερούσης ποδηρη χιτώνα
μετά διπλοϊδίου. Την δεξιάν εχει κατά τον μαστόν ( κρατούσαν
άνθος ; ) την άριστεράν καθειμένην. 'Επί της κεφαλής πόλος. Τύ-
πος συνήθης. (Εύρ. Γεν. Έφορ. 1502).
5. Είδώλιον πηλινον γυναικός καθημένης επί θρόνου μετ' άνα-
κλίσεως (υψ. 0,27) και υποποδίου. Ή γυνή φέρει ποδηρη χιτώνα
και ίμάτιον καταλεΐπον γυμνόν το ήμισυ του στήθους. Την δεξιάν
χείρα εχει επί του γόνατος, την άριστεράν δε προ του μαστού κρα-
τούσαν τ6 Ίμάτιον (; ) "Εμπροσθεν αυτής, κατά την όσφύν, υπάρχει
ζώον καθήμενον (κύων; ). Το πρόσοοπον είναι άποκεκρουσμένον, ή
κόμη δε περί το μέτο^πον κατά σχήμα διατεταγμένη. "Ιχνη ερυ-
θρού χρωματισμού. Τύπος ουχί ασυνήθης, αρχαϊκός. (Εύρετ. Γεν.
Έφορ. 1503).
6. Είδώλιον πηλινον άρχαϊκόν γυναικός καθημένης επί θρόνου
μετ' άνακλίσεως και υποποδίου, υψ. 0,23. Ή γυνή φέρει στενον
ποδηρη χιτώνα, καλύπτοντα και τάς χείρας, λευκόν δέ και πεποι-
κιλμένον διά διαφόρο>ν κοσμημάτων εν ειδει ταινιών, ώς τά πολ-
λά, ερυθρού και κυανού χρώματος (έξηλειμμένον πολλαχοΰ). Το
άρχαϊκόν πρόσο>πον στέφει εξέχουσα κατά σχήμα διατεταγμένη
κόμη και υπεράνω ταύτης στεφάνη κεκοσμημένη δι' ομοίου κοσμή-
ματος τω του χιτώνος. Ό θρόνος είναι κεκοσμημένος δι' ερυθρών
γραμμών. Τύπος συνήθης. (Εύρετ. Γεν. Έφορ. 1504).
7. Είδώλιον πηλινον ομοίου τύπου τω προηγουμένω, έλασσον
και άνευ σχεδόν χρωμάτων (έξηλειμμένων). (Εύρ. Γ. Έφ. 1505).