ET POLYXENAE
79
XXIX. Kat δη πορευθέντων αυτών ου πολύ, ήλθον έπι
τινα πηγήν διειδεστάτην καϊ καθαράν. σταντδς δέ του μακαρίου
’ Ανδρέου έπεύξασθαι έπϊ τή πηγή ιδού τί·ς παρθένος όνόματι
'Ρεβέκκα έκ φυλής ’Ισραήλ, α’ιχμάλωτος άχθεϊσα έν τή χωρά
εκείνη ήλθε τού ύδρεύσασθαι έπϊ την πηγήν, καϊ ιδούσα τον 5
μακάριον ’Ανδρέαν έκ τού σχήματος έπέγνω αυτόν, ελεγε
yap ή 'Ρεβέκκα οτι ΤΙροφητού σχήμα έστι τούτο, καϊ οτι εϊς
των αποστόλων έστίν. καϊ προσ κυνησασα αυτόν είπεν' Ρλεη-
σόν με, δούλε τού όντως θεού, τήν αιχμάλωτον καϊ πεπραμένην
τρίτον' τήν ποτέ υπό προφητών τιμωμένην νύν δέ υπό είδω- ίο
λολατρών ένυβριζομένην, καϊ άνακαλέσαι με τήν ταπεινήν,
δ εις πολλοόν αμαρτωλών άνακλήσιν άποσταλείς. ο δέ από-
στολος τού Χριστού Άνδρέας λέ<γει' ΑΙεριμνήσει ό θεός καϊ
τά περί σου, τέκνον, ως καϊ τα περϊ ταΰτης τής ξένης' λάβετε
ούν λοιπόν τό βάπτισ/αα, καϊ εσεσθε ώς ομόεθνοι, δοξάζουσαι 15
τον θεόν αεί.
XXX. Στας ούν δ άποστολος προσηΰξατο' καϊ ιδού
παραγίνεται ή λέαινα δρομαία, καϊ στάσα ήτένιξεν εϊς αυτόν,
δ δέ απόστολος τού κυρίου Ανδρέας λεγει· Τί άρα βούλεται
τό θηρίον τούτο; ή δέ λέαινα ανοίξασα τό στόμα λέγει άνθρω- ίο
πίνη φωνή' ’Απόστολε τού Χριστού Άνδρέα, κατειλήφει με
ή ευχή τής έκ δεξιών σου ίσταμενης· στήριξαν ούν αύτάς καϊ
κατήχησαν καϊ νουθέτησαν εις τήν ορθήν καϊ αληθινήν πίστιν
τού Χριστού, άτι πανυ έπιποθούσι τό ονομα τού κυρίου' καϊ
όρα τό θαυμαστόν καϊ ανυπερήφανον τού θεού ότι καϊ έπϊ 25
τά άλογα καϊ άτίθασσα θηρία έξέχεε τό έλεος αυτού, δ δέ
μακάριος ’Ανδρέας δακρύσας είπε' Τί εϊπω ή τί λαλήσω τα
περϊ τού ελέους σου, δ θεός; 'ότι ούτως άντέχη των ταπεινών
πάντοτε, καϊ προνοή των έν άγνοια, άνυπερήφανος καϊ πολυ-
έλεος ών; καϊ πληρώσας τήν ευχήν έβάπτισε τάς παρθένους 30
επ' ονόματος τού πατρός καϊ τού υίού καϊ τού αγίου πνεύματος.
καϊ ή μέν λέαινα ευθέως ίόρμησεν έπϊ τό ορος, ταΐς δέ παρθένοις
είπεν δ απόστολος Άνδρέας' Άπεύσατε, τέκνα, τού εύδοκι-
μήσαι ένώπιον τού θεού καλώς πολιτευομέναι έν τή ξενιτεία,
καϊ απ' άλλήλων μή χωρισθήτε· δ δέ θεός δ άεϊ συνών τοΐς 35
έπικαλουμένοις αυτόν διαφυλάξαι υμάς έν άγιωσύνη, άπε-
λαύνων άφ’ υμών τον πονηρόν' εύχεσθε δέ καϊ υπέρ έμού.
ή δέ ΙΙολυξένη είπεν' Άκολουθήσομέν σοι οπού έαρ πορεύη.
79
XXIX. Kat δη πορευθέντων αυτών ου πολύ, ήλθον έπι
τινα πηγήν διειδεστάτην καϊ καθαράν. σταντδς δέ του μακαρίου
’ Ανδρέου έπεύξασθαι έπϊ τή πηγή ιδού τί·ς παρθένος όνόματι
'Ρεβέκκα έκ φυλής ’Ισραήλ, α’ιχμάλωτος άχθεϊσα έν τή χωρά
εκείνη ήλθε τού ύδρεύσασθαι έπϊ την πηγήν, καϊ ιδούσα τον 5
μακάριον ’Ανδρέαν έκ τού σχήματος έπέγνω αυτόν, ελεγε
yap ή 'Ρεβέκκα οτι ΤΙροφητού σχήμα έστι τούτο, καϊ οτι εϊς
των αποστόλων έστίν. καϊ προσ κυνησασα αυτόν είπεν' Ρλεη-
σόν με, δούλε τού όντως θεού, τήν αιχμάλωτον καϊ πεπραμένην
τρίτον' τήν ποτέ υπό προφητών τιμωμένην νύν δέ υπό είδω- ίο
λολατρών ένυβριζομένην, καϊ άνακαλέσαι με τήν ταπεινήν,
δ εις πολλοόν αμαρτωλών άνακλήσιν άποσταλείς. ο δέ από-
στολος τού Χριστού Άνδρέας λέ<γει' ΑΙεριμνήσει ό θεός καϊ
τά περί σου, τέκνον, ως καϊ τα περϊ ταΰτης τής ξένης' λάβετε
ούν λοιπόν τό βάπτισ/αα, καϊ εσεσθε ώς ομόεθνοι, δοξάζουσαι 15
τον θεόν αεί.
XXX. Στας ούν δ άποστολος προσηΰξατο' καϊ ιδού
παραγίνεται ή λέαινα δρομαία, καϊ στάσα ήτένιξεν εϊς αυτόν,
δ δέ απόστολος τού κυρίου Ανδρέας λεγει· Τί άρα βούλεται
τό θηρίον τούτο; ή δέ λέαινα ανοίξασα τό στόμα λέγει άνθρω- ίο
πίνη φωνή' ’Απόστολε τού Χριστού Άνδρέα, κατειλήφει με
ή ευχή τής έκ δεξιών σου ίσταμενης· στήριξαν ούν αύτάς καϊ
κατήχησαν καϊ νουθέτησαν εις τήν ορθήν καϊ αληθινήν πίστιν
τού Χριστού, άτι πανυ έπιποθούσι τό ονομα τού κυρίου' καϊ
όρα τό θαυμαστόν καϊ ανυπερήφανον τού θεού ότι καϊ έπϊ 25
τά άλογα καϊ άτίθασσα θηρία έξέχεε τό έλεος αυτού, δ δέ
μακάριος ’Ανδρέας δακρύσας είπε' Τί εϊπω ή τί λαλήσω τα
περϊ τού ελέους σου, δ θεός; 'ότι ούτως άντέχη των ταπεινών
πάντοτε, καϊ προνοή των έν άγνοια, άνυπερήφανος καϊ πολυ-
έλεος ών; καϊ πληρώσας τήν ευχήν έβάπτισε τάς παρθένους 30
επ' ονόματος τού πατρός καϊ τού υίού καϊ τού αγίου πνεύματος.
καϊ ή μέν λέαινα ευθέως ίόρμησεν έπϊ τό ορος, ταΐς δέ παρθένοις
είπεν δ απόστολος Άνδρέας' Άπεύσατε, τέκνα, τού εύδοκι-
μήσαι ένώπιον τού θεού καλώς πολιτευομέναι έν τή ξενιτεία,
καϊ απ' άλλήλων μή χωρισθήτε· δ δέ θεός δ άεϊ συνών τοΐς 35
έπικαλουμένοις αυτόν διαφυλάξαι υμάς έν άγιωσύνη, άπε-
λαύνων άφ’ υμών τον πονηρόν' εύχεσθε δέ καϊ υπέρ έμού.
ή δέ ΙΙολυξένη είπεν' Άκολουθήσομέν σοι οπού έαρ πορεύη.