104
NARRATIO ZOS1MI
δε χυμνοί τώ σώματι ώ? 8ή akoyi^eaOe ύμεΐς" εχομεν yap το
ένδυμα τής αθανασίας καί ούκ αϊσχυνόμεθα άΧΧηΧους· εν δε
τή Εκτη ώρα έσθίομεν κατά πάσαν ημέραν' κατέρχεται yap ό
καρπός του δένδρου άφ' εαυτόν εν τή έκτη ώρα, καί έσθίομεν
5 προς τον κόρον ημών καί πίνομεν, καί πάΧιν το ύδωρ διδύσκει
εις τον τοπον αυτοί), οϊδαμεν δε καί υμάς τούς εν τώ κόσμω
τω αυτόθι, καί τούς εν άμαρτίαις όντας, καί τα epya υμών’ ότι
καθ έκάστην ημέραν οί άηχεΧοι τού θεού έρχονται καί άπ-
ayyεXXoυσιv ημίν καί τον αριθμόν των ετών υμών’ ημείς δε
ι° ευχομεθα υπέρ υμών προς τον κύριον" ότι καί ημείς έζ υμών
εσμεν και εκ τού χένους υμών" αΧΧ' ότι καί έζεΧέξατο ημάς ό
θεός καί εθετο ημάς ό θεός εν τώ τόπω τούτω αναμάρτητους"
καί οί άτ^εΧοι τού θεού οίκούσιν μεθ" ημών κατα πάσαν ημέραν
και Xεyoυσιv ημίν πάντα τα περί υμών, καί χαίρομεν μετά
ΐ5 των ayyiXcov περί τών epyaiv τών δικαίων, επί δε τα έρηα
τών αμαρτωΧών Χυπούμεθα καί κΧαίοντες προσευχόμεθα προς
κύριον ϊνα παύσηται από της οργής καί φείσηται τών αμαρ-
τημάτων υμών.
XII, "Όταν δε εΧθη ό χρόνος της τεσσαρακοστής, πάντα
ίο παύονται τα 8έν8ρα άπο τών καρπών, καί βρέχει το μάννα
εκ τού ουρανού οπερ εδωκεν τοΐς πατράσιν ημών" εστιν δε το
μάννα ύπερ τό μεΧι yXvKv" καί ούτως yιvώσκoμεv ότι ενηΧ-
Χακται ό καιρός τού ενιαυτού, όταν δε εΧθη ό καιρός τού
άγιον πάσχα, τότε πάΧιν άνατεΧΧει τα δένδρα τον καρπόν
Ίό της ευωδίας" καί ούτως yιvώσκoμεv ότι αρχή ενιαυτού εστίν"
ή δε εορτή τής άναστάσεως τού κυρίου εν ποΧΧή άypυπvίa
εκτεΧεΐται" εσόμεθα yap άypυπvoύvτες ημέρας τρεις καί νύκτας
τρεις.
XIII. Οϊόαμεν δε καί τον χρόνον ημών τής τεΧειώσεως"
3ο ου yap εστιν αΐκισμός καί βάσανος ουδέ κόπος τώ σώματι ημών,
ούτε ακηδία ούτε άρρώστημα, άΧΧ' εστιν εί,ρήνη καί άνεκτότης
ποΧΧή καί άηάπη. ούτε yap όχΧεΐται η ψυχή ημών υπο τών
άγχέΧων τού εξεΧθεΐν" χαίρουσιν yap οί άτ^εΧοι όταν παρα-
Χαμβάνωσιν ημών τάς ψυχάς, χαίρουσιν δε καί αί ψυχαί σύν
35 τοΐς ayyoXo^ όταν βΧεπωσιν αυτούς" ώσπερ έκδεχεται νύμφη
τον νυμφίον, ούτως έκδεχεται ή ψυχή ημών τον εύayyεXισμov
XII 21 δττερ] απερ A
NARRATIO ZOS1MI
δε χυμνοί τώ σώματι ώ? 8ή akoyi^eaOe ύμεΐς" εχομεν yap το
ένδυμα τής αθανασίας καί ούκ αϊσχυνόμεθα άΧΧηΧους· εν δε
τή Εκτη ώρα έσθίομεν κατά πάσαν ημέραν' κατέρχεται yap ό
καρπός του δένδρου άφ' εαυτόν εν τή έκτη ώρα, καί έσθίομεν
5 προς τον κόρον ημών καί πίνομεν, καί πάΧιν το ύδωρ διδύσκει
εις τον τοπον αυτοί), οϊδαμεν δε καί υμάς τούς εν τώ κόσμω
τω αυτόθι, καί τούς εν άμαρτίαις όντας, καί τα epya υμών’ ότι
καθ έκάστην ημέραν οί άηχεΧοι τού θεού έρχονται καί άπ-
ayyεXXoυσιv ημίν καί τον αριθμόν των ετών υμών’ ημείς δε
ι° ευχομεθα υπέρ υμών προς τον κύριον" ότι καί ημείς έζ υμών
εσμεν και εκ τού χένους υμών" αΧΧ' ότι καί έζεΧέξατο ημάς ό
θεός καί εθετο ημάς ό θεός εν τώ τόπω τούτω αναμάρτητους"
καί οί άτ^εΧοι τού θεού οίκούσιν μεθ" ημών κατα πάσαν ημέραν
και Xεyoυσιv ημίν πάντα τα περί υμών, καί χαίρομεν μετά
ΐ5 των ayyiXcov περί τών epyaiv τών δικαίων, επί δε τα έρηα
τών αμαρτωΧών Χυπούμεθα καί κΧαίοντες προσευχόμεθα προς
κύριον ϊνα παύσηται από της οργής καί φείσηται τών αμαρ-
τημάτων υμών.
XII, "Όταν δε εΧθη ό χρόνος της τεσσαρακοστής, πάντα
ίο παύονται τα 8έν8ρα άπο τών καρπών, καί βρέχει το μάννα
εκ τού ουρανού οπερ εδωκεν τοΐς πατράσιν ημών" εστιν δε το
μάννα ύπερ τό μεΧι yXvKv" καί ούτως yιvώσκoμεv ότι ενηΧ-
Χακται ό καιρός τού ενιαυτού, όταν δε εΧθη ό καιρός τού
άγιον πάσχα, τότε πάΧιν άνατεΧΧει τα δένδρα τον καρπόν
Ίό της ευωδίας" καί ούτως yιvώσκoμεv ότι αρχή ενιαυτού εστίν"
ή δε εορτή τής άναστάσεως τού κυρίου εν ποΧΧή άypυπvίa
εκτεΧεΐται" εσόμεθα yap άypυπvoύvτες ημέρας τρεις καί νύκτας
τρεις.
XIII. Οϊόαμεν δε καί τον χρόνον ημών τής τεΧειώσεως"
3ο ου yap εστιν αΐκισμός καί βάσανος ουδέ κόπος τώ σώματι ημών,
ούτε ακηδία ούτε άρρώστημα, άΧΧ' εστιν εί,ρήνη καί άνεκτότης
ποΧΧή καί άηάπη. ούτε yap όχΧεΐται η ψυχή ημών υπο τών
άγχέΧων τού εξεΧθεΐν" χαίρουσιν yap οί άτ^εΧοι όταν παρα-
Χαμβάνωσιν ημών τάς ψυχάς, χαίρουσιν δε καί αί ψυχαί σύν
35 τοΐς ayyoXo^ όταν βΧεπωσιν αυτούς" ώσπερ έκδεχεται νύμφη
τον νυμφίον, ούτως έκδεχεται ή ψυχή ημών τον εύayyεXισμov
XII 21 δττερ] απερ A