ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ 1910 271
τάξεως συνήθως υπάρχει, τό μέν ώς σήμα πιθανώς τοΰ
τάφου, κεκρυμμένου έν τη γί], το δέ προς μείζονα στερέω-
σιν τοΰ καλύμματος τοΰ τάφου έν τη θέσει αύτοΰ.
Έν έκάστω τάφω κατέκειτο ώς επί το πολύ εις μόνος
νεκρός, έπΐ τοΟ δεξιού πλευρού συνήθως άναπαυόμενος,
μετά κεκαμμένων τών κάτω άκρων. Σπανιώτερον, των
οστών τοΰ πρώτου νε/.ροΟ έκτοπιζομένων, ετίθετο δεύτερος
νεκρός, του κρανίου του πρώτου νεκροΰ τηρουμένου ενίοτε
άκινήτου έν τη άρχικη θέσει αύτοΰ. Έν τισι τάφοις πρό-
κειται προφανώς περι δευτέρας ταφής, τών οστών πλειό-
νων νεκρών όντων σεσωρευμένων έν εν ι τάφω, ούδενος οέ
νεκρού έν άρχικη θέσει κατακειμένου. Έν άλλοις τισι τάφοις
υπεράνω τών οστών ενός ή πλειόνων νεκρών, κεκαλυμμέ-
νων διά στρώματος γης ή και πλακός, κατέκειτο άλλος
νεκρός.
Έκαστος τάφος ένεΐχεν ώς έπι το πολυ έν μόνον κτβρι-
σμα, τινές τάφοι ουδέν, ολίγοι δέ πλείονα.
Τό κτέρισμα, ήν μέν συνήθους τεθειμένον προ του προσ-
ώπου τοΰ νεκροΟ, σπανιώτερον όπισθεν τοΰ ϊνίου ή άλ-
λαχοΰ τοΰ τάφου, ορθιον, ή πλάγιον ή καϊ άνεστραμμένον
ένίοτε. Τά πλείστα τών κτερισμάτων ήσαν πήλινα άγγεΐα,
εκατόν περίπου τόν άριθμόν έν ολω* κυρίως πυξίδες και άγγεΐα
άπιοειδή, σπανίως σικυοειδή, ή μικραι φιάλαι λοπαδοειδεΐς.
Αί πυξίδες, ύποσφαιρικαί ή κυλινδρικά;, ήσαν έκεΐναι μέν
συνήθως άκοσμοι, αύται οέ μετά χαρακτών ευθυγράμμων
κοσμημάτων κατά ζώνας (τό πλείστον εγκάρσιας, σπα-
νιώτερον καθέτους) εφ δ'λου τοΰ σώματος τοΰ άγγείου,
άπλαΐ μέν αί πλεΐσται, τινές δέ διπλαΐ.
Τά άπιοειδή άγγεΐα μετά χαρακτών κοσμημάτων, τε-
ταγμένων συνήθως ε!; τρίγωνα μεταξύ σώματος και τρα-
χήλου' σπανιώτερον έφ όλης της κοιλίας τοΰ άγγείου εις
καθέτους ζώνας.
τάξεως συνήθως υπάρχει, τό μέν ώς σήμα πιθανώς τοΰ
τάφου, κεκρυμμένου έν τη γί], το δέ προς μείζονα στερέω-
σιν τοΰ καλύμματος τοΰ τάφου έν τη θέσει αύτοΰ.
Έν έκάστω τάφω κατέκειτο ώς επί το πολύ εις μόνος
νεκρός, έπΐ τοΟ δεξιού πλευρού συνήθως άναπαυόμενος,
μετά κεκαμμένων τών κάτω άκρων. Σπανιώτερον, των
οστών τοΰ πρώτου νε/.ροΟ έκτοπιζομένων, ετίθετο δεύτερος
νεκρός, του κρανίου του πρώτου νεκροΰ τηρουμένου ενίοτε
άκινήτου έν τη άρχικη θέσει αύτοΰ. Έν τισι τάφοις πρό-
κειται προφανώς περι δευτέρας ταφής, τών οστών πλειό-
νων νεκρών όντων σεσωρευμένων έν εν ι τάφω, ούδενος οέ
νεκρού έν άρχικη θέσει κατακειμένου. Έν άλλοις τισι τάφοις
υπεράνω τών οστών ενός ή πλειόνων νεκρών, κεκαλυμμέ-
νων διά στρώματος γης ή και πλακός, κατέκειτο άλλος
νεκρός.
Έκαστος τάφος ένεΐχεν ώς έπι το πολυ έν μόνον κτβρι-
σμα, τινές τάφοι ουδέν, ολίγοι δέ πλείονα.
Τό κτέρισμα, ήν μέν συνήθους τεθειμένον προ του προσ-
ώπου τοΰ νεκροΟ, σπανιώτερον όπισθεν τοΰ ϊνίου ή άλ-
λαχοΰ τοΰ τάφου, ορθιον, ή πλάγιον ή καϊ άνεστραμμένον
ένίοτε. Τά πλείστα τών κτερισμάτων ήσαν πήλινα άγγεΐα,
εκατόν περίπου τόν άριθμόν έν ολω* κυρίως πυξίδες και άγγεΐα
άπιοειδή, σπανίως σικυοειδή, ή μικραι φιάλαι λοπαδοειδεΐς.
Αί πυξίδες, ύποσφαιρικαί ή κυλινδρικά;, ήσαν έκεΐναι μέν
συνήθως άκοσμοι, αύται οέ μετά χαρακτών ευθυγράμμων
κοσμημάτων κατά ζώνας (τό πλείστον εγκάρσιας, σπα-
νιώτερον καθέτους) εφ δ'λου τοΰ σώματος τοΰ άγγείου,
άπλαΐ μέν αί πλεΐσται, τινές δέ διπλαΐ.
Τά άπιοειδή άγγεΐα μετά χαρακτών κοσμημάτων, τε-
ταγμένων συνήθως ε!; τρίγωνα μεταξύ σώματος και τρα-
χήλου' σπανιώτερον έφ όλης της κοιλίας τοΰ άγγείου εις
καθέτους ζώνας.