133
ιιυεις εξ ερετριας
134
περιπτυσσομένην τον φοίνικα στίλβοντα έν χρυσώ,
όπως ίσως, έκτος του κοσμηματικοΟ λόγου, συμ-
βολίζη και τήν μέλλουσαν γέννησιν τοΟ θεού του
Φωτός, του γρυλίζοντος έπίσης. Η θεά εινε ένδε-
ουμένη πρόήρη χιτώνα ερυθρού χρώματος (του πη-
λού") και φέρει έπί του άνω του σώματος λευκον
έπενδύτην' έπί των γοτάτων εϊνε έρριμμένον ίμά-
τιον πρασίνου χρώματος1. Κάθηται οέ έπΐ σκίμπο-
δος τριποδικοΰ, καταλλήλου εις τήν θεσιν, εις ήν
ή θεά εικονίζεται ευρισκομένη. Οπισθεν ταύτης ευ-
ρίσκονται δυο μορφαί γυναικεΐαι, προφανώς βοη-
θητικά! τη θεα' ίστανται όρΟιαι καϊ ή ετέρα τού-
των, ή πλησιέστερον τη Αητοΐ, υποβαστάζει ταύ-
την διά των χειρών, ή δ όπισθεν ταύτης, κρα-
τούσα επίσης οιά των χειρών τήν παρά τη Αητοΐ
ίστααένην, ατενίζει μετά προσοχής εις τήν ώδίνου-
σαν θεάν. Τίνες αί δύο αύται γυναικεΐαι μορφαί
δεν εϊνε δύσκολον νά έρμηνευθή. Η μία τούτων
πάντως εϊνε ή Είλείθυια, ή μετακληθεΐσα έκ του
Όλύμπου θεά, και ή άλλη ή Αρτεμις ή κατά τήν
παράδοσιν 2, παριστάμενη εις τήν γεννησιν του
Απόλλωνος, ες ού και τό έπίθετον «λοχεία»
ή λυσίζωνος όπερ άπεδόθη αύτη. Αλλά τίς τών
δύο τούτων θεαινών ή Είλείθυια και τίς ή Αρ-
τεαις ; Ό ζωγράφος διά της όμοιοειδους σχεδόν
άμφιέσεως τών δύο μορφών δεν ηθέλησε νά δια-
κρίνη ταύτας έμφαντικώς και περιωρίσθη άπλώς
είς τήν διαφοράν της διατάξεως της κόμης, δια-
φοράν έν τούτοις ουσιώδη, διότι οέν πιστεύομεν
ποτέ ότι προκειμένου νά απεικόνιση αρχαίος τις τε-
χνίτης τήν "Αρτεμιν μετ' άλλης οίαςδήποτε θεάς
ήθελε απεικονίσει ταύτην μεν φέρουσαν τήν κόμην
διατεταγμένην είς πλοκάμους έπί τών ώμων πί-
πτοντας, έκείνην οέ φέρουσαν τον νεανικον κεκρύ-
φαλον. Πάντως ό ζωγράφος έφαντάσθη και παρέ-
στησεν ώς Αρτεμιν τήν πλησιέστερον ευρισκομέ-
νων τή ώδινούση μητρί αύτής, τήν Είλείθυιαν δέ
σπεύδουσαν νά προσφέρη τάς υπηρεσίας της, έάν
παρίστατο πράς τούτο άνάγκη' άλλως δέ, ώς εί'πο-
μεν, κατά τήν μεταγενεστέραν έκδοχήν του μύθου
ή "Αρτεμις είδε τό φώς μίαν ήμέραν πράτήςγεννή-
1 Τό ίμάτιον τούτο όμοιόχρουν φε'ρουσι χαί αί τρεις χαθήμεναι 6εαί
χάριν συμμετρίας. Έν τ?( είχόνι ημών παρελείφβη τοϋτο, έξ αβλεψίας,
ε!ς τήν τρίτην μορφήν, έπί του πρωτοτύπου ό'μως άμυδρώς δικρίνεται.
2 Πρβ. Απολλόδωρος 1. 4. 1.
σεως τοΟ Απόλλωνος και ήδύνατο νά παραστή ήδη
είς τον τοκετόν της μητρός αύτής (ΚθδοΙιβΐ'8. Ι„βχ.
σελ. 578). Έναντι της ΑητοΟς και παρά τον Φοί-
νικα ί'σταται ή Ά^ηνα έρειδομένη έπί της άντυ-
γος της μεγάλης αύτής άσπίδος, είς ήν εικονίζεται
παραδόςως πρόσωπον άνδρικόν γενειοφόρον. Ή θεά
κρατεί τό δόρυ διά της αριστεράς και άτενίζει μετά
προσοχής είς τήν έν ώδϊσιν εύρισκομένην θεάν. Ή
παρουσία έν τή είκόνι ημών της Αθηνάς, καίτοι
μη μνημονευομένης ρητώς έν τω Όμ. "Τμνω, έξη-
γεΐται ώς έκ της παραδόσεως ότι ή Αθήνα ώδή-
γησεν έξ Αττικής είς Δήλον τήν Αητώ (Υπερεί-
δης Δηλιακός άπόσπ. 70 (ΒΙαβκ) — Αριστείδης,
1 σ. 26, 157 και Σχολ.). Ή Αθηνά άλλως τε.
παρίσταται και έν άλλοις μνημείοις σχετικοΐς
προς τάν μυθον (Πρβ. ΑγοΙι. Ζβίΐ. 1869 Πιν. 16,
ΠοΙϊβιΊ, ιΐίβ ΛπΐίΙίβη ΗαιΊίορΙια^ι-βΙϊβΓδ Τ. III.
Πιν. VI-VII). Ότι δέ παρίσταται ούτως έμα>χντι-
κώς ή θεά αύτη έν τή ύπο έςέτασιν είκόνι και λαα-
οάνει, ώς έκ τής θέσεως αύτής έν τω κεντρικώ συα-
πλέγματι, μέρος πρωταγωνίστριας ούτως ειπείν,
δύναται νά έρμηνευθή και έκ τοΟ ότι ό τεχνίτης
του ημετέρου άγγείου ή ό ζωγράφος ό συνθέσας τό
πρωτότυπον τής ήμετέρας εικόνος ήτο Αθηναίος
και έκολάκευεν ούτω τον ίδιον αύτοΰ πατριωτι-
σμόν έξαίρων τήν προστασίαν ήν έπί τής Δήλου
έςησκει ή πολιοϋχος θεά μετά τήν κυριαρ-/ίαν τής
νήσου ύπό τών Αθηναίων
Τών δύο .άλλων συμπλεγμάτων εκατέρωθεν τής
κυρίας εικόνος, τό μέν εικονίζει τήν Άφροδίτην,
μή ρητώς μνημονευομένην έν τω Όμ.Τμνω, άλλά
δεδηλωμένην διά τής παρουσίας τοΟ έρωτος, καθη-
μένην έπί πολυτελούς έδρας και κρατοΰσαν έπί τών
γονάτων τον χρυσοπτέρυγον αύτής παΐδα, το δέ
έτέραν θεάν, τήν Άμφιτρίτην πιθανώς, ή άλλην
τινα τών παρευρισκομένων θεαινών, καθημένην έπί
όμοια;, έδρας, άνέχουσαν διά τής άριστεράς τό ίμά-
τιον. Όπισθεν έκατέρας τών δύο τούτων καθημέ-
νων θεαινών ί'στανται δύο γυναικεΐαι μορφαί, τάς
όποιας δύσκολον εϊνε νά όνομάσωμεν, διότι κα'ι αύ-
τός ό ποιήσας αύτάς ζωγράφος ή ό άγγειογράφος
τής πυξίδος ημών δέν προύτίθετο νά όρίση έπακρι-
βώς, άφ' ού δέν διακρίνει ταύτας ού'τε διαφορά ένδυ-
μασίας, οΰ'τε σύμβολόν τι ίδιαίτερον.Εί^εν άνάγκην
1 Πρβ. χαί Π,ΟδΟΐΐβΓί Εβχ. άρθ. ΕβΙο σ. 1963.
ιιυεις εξ ερετριας
134
περιπτυσσομένην τον φοίνικα στίλβοντα έν χρυσώ,
όπως ίσως, έκτος του κοσμηματικοΟ λόγου, συμ-
βολίζη και τήν μέλλουσαν γέννησιν τοΟ θεού του
Φωτός, του γρυλίζοντος έπίσης. Η θεά εινε ένδε-
ουμένη πρόήρη χιτώνα ερυθρού χρώματος (του πη-
λού") και φέρει έπί του άνω του σώματος λευκον
έπενδύτην' έπί των γοτάτων εϊνε έρριμμένον ίμά-
τιον πρασίνου χρώματος1. Κάθηται οέ έπΐ σκίμπο-
δος τριποδικοΰ, καταλλήλου εις τήν θεσιν, εις ήν
ή θεά εικονίζεται ευρισκομένη. Οπισθεν ταύτης ευ-
ρίσκονται δυο μορφαί γυναικεΐαι, προφανώς βοη-
θητικά! τη θεα' ίστανται όρΟιαι καϊ ή ετέρα τού-
των, ή πλησιέστερον τη Αητοΐ, υποβαστάζει ταύ-
την διά των χειρών, ή δ όπισθεν ταύτης, κρα-
τούσα επίσης οιά των χειρών τήν παρά τη Αητοΐ
ίστααένην, ατενίζει μετά προσοχής εις τήν ώδίνου-
σαν θεάν. Τίνες αί δύο αύται γυναικεΐαι μορφαί
δεν εϊνε δύσκολον νά έρμηνευθή. Η μία τούτων
πάντως εϊνε ή Είλείθυια, ή μετακληθεΐσα έκ του
Όλύμπου θεά, και ή άλλη ή Αρτεμις ή κατά τήν
παράδοσιν 2, παριστάμενη εις τήν γεννησιν του
Απόλλωνος, ες ού και τό έπίθετον «λοχεία»
ή λυσίζωνος όπερ άπεδόθη αύτη. Αλλά τίς τών
δύο τούτων θεαινών ή Είλείθυια και τίς ή Αρ-
τεαις ; Ό ζωγράφος διά της όμοιοειδους σχεδόν
άμφιέσεως τών δύο μορφών δεν ηθέλησε νά δια-
κρίνη ταύτας έμφαντικώς και περιωρίσθη άπλώς
είς τήν διαφοράν της διατάξεως της κόμης, δια-
φοράν έν τούτοις ουσιώδη, διότι οέν πιστεύομεν
ποτέ ότι προκειμένου νά απεικόνιση αρχαίος τις τε-
χνίτης τήν "Αρτεμιν μετ' άλλης οίαςδήποτε θεάς
ήθελε απεικονίσει ταύτην μεν φέρουσαν τήν κόμην
διατεταγμένην είς πλοκάμους έπί τών ώμων πί-
πτοντας, έκείνην οέ φέρουσαν τον νεανικον κεκρύ-
φαλον. Πάντως ό ζωγράφος έφαντάσθη και παρέ-
στησεν ώς Αρτεμιν τήν πλησιέστερον ευρισκομέ-
νων τή ώδινούση μητρί αύτής, τήν Είλείθυιαν δέ
σπεύδουσαν νά προσφέρη τάς υπηρεσίας της, έάν
παρίστατο πράς τούτο άνάγκη' άλλως δέ, ώς εί'πο-
μεν, κατά τήν μεταγενεστέραν έκδοχήν του μύθου
ή "Αρτεμις είδε τό φώς μίαν ήμέραν πράτήςγεννή-
1 Τό ίμάτιον τούτο όμοιόχρουν φε'ρουσι χαί αί τρεις χαθήμεναι 6εαί
χάριν συμμετρίας. Έν τ?( είχόνι ημών παρελείφβη τοϋτο, έξ αβλεψίας,
ε!ς τήν τρίτην μορφήν, έπί του πρωτοτύπου ό'μως άμυδρώς δικρίνεται.
2 Πρβ. Απολλόδωρος 1. 4. 1.
σεως τοΟ Απόλλωνος και ήδύνατο νά παραστή ήδη
είς τον τοκετόν της μητρός αύτής (ΚθδοΙιβΐ'8. Ι„βχ.
σελ. 578). Έναντι της ΑητοΟς και παρά τον Φοί-
νικα ί'σταται ή Ά^ηνα έρειδομένη έπί της άντυ-
γος της μεγάλης αύτής άσπίδος, είς ήν εικονίζεται
παραδόςως πρόσωπον άνδρικόν γενειοφόρον. Ή θεά
κρατεί τό δόρυ διά της αριστεράς και άτενίζει μετά
προσοχής είς τήν έν ώδϊσιν εύρισκομένην θεάν. Ή
παρουσία έν τή είκόνι ημών της Αθηνάς, καίτοι
μη μνημονευομένης ρητώς έν τω Όμ. "Τμνω, έξη-
γεΐται ώς έκ της παραδόσεως ότι ή Αθήνα ώδή-
γησεν έξ Αττικής είς Δήλον τήν Αητώ (Υπερεί-
δης Δηλιακός άπόσπ. 70 (ΒΙαβκ) — Αριστείδης,
1 σ. 26, 157 και Σχολ.). Ή Αθηνά άλλως τε.
παρίσταται και έν άλλοις μνημείοις σχετικοΐς
προς τάν μυθον (Πρβ. ΑγοΙι. Ζβίΐ. 1869 Πιν. 16,
ΠοΙϊβιΊ, ιΐίβ ΛπΐίΙίβη ΗαιΊίορΙια^ι-βΙϊβΓδ Τ. III.
Πιν. VI-VII). Ότι δέ παρίσταται ούτως έμα>χντι-
κώς ή θεά αύτη έν τή ύπο έςέτασιν είκόνι και λαα-
οάνει, ώς έκ τής θέσεως αύτής έν τω κεντρικώ συα-
πλέγματι, μέρος πρωταγωνίστριας ούτως ειπείν,
δύναται νά έρμηνευθή και έκ τοΟ ότι ό τεχνίτης
του ημετέρου άγγείου ή ό ζωγράφος ό συνθέσας τό
πρωτότυπον τής ήμετέρας εικόνος ήτο Αθηναίος
και έκολάκευεν ούτω τον ίδιον αύτοΰ πατριωτι-
σμόν έξαίρων τήν προστασίαν ήν έπί τής Δήλου
έςησκει ή πολιοϋχος θεά μετά τήν κυριαρ-/ίαν τής
νήσου ύπό τών Αθηναίων
Τών δύο .άλλων συμπλεγμάτων εκατέρωθεν τής
κυρίας εικόνος, τό μέν εικονίζει τήν Άφροδίτην,
μή ρητώς μνημονευομένην έν τω Όμ.Τμνω, άλλά
δεδηλωμένην διά τής παρουσίας τοΟ έρωτος, καθη-
μένην έπί πολυτελούς έδρας και κρατοΰσαν έπί τών
γονάτων τον χρυσοπτέρυγον αύτής παΐδα, το δέ
έτέραν θεάν, τήν Άμφιτρίτην πιθανώς, ή άλλην
τινα τών παρευρισκομένων θεαινών, καθημένην έπί
όμοια;, έδρας, άνέχουσαν διά τής άριστεράς τό ίμά-
τιον. Όπισθεν έκατέρας τών δύο τούτων καθημέ-
νων θεαινών ί'στανται δύο γυναικεΐαι μορφαί, τάς
όποιας δύσκολον εϊνε νά όνομάσωμεν, διότι κα'ι αύ-
τός ό ποιήσας αύτάς ζωγράφος ή ό άγγειογράφος
τής πυξίδος ημών δέν προύτίθετο νά όρίση έπακρι-
βώς, άφ' ού δέν διακρίνει ταύτας ού'τε διαφορά ένδυ-
μασίας, οΰ'τε σύμβολόν τι ίδιαίτερον.Εί^εν άνάγκην
1 Πρβ. χαί Π,ΟδΟΐΐβΓί Εβχ. άρθ. ΕβΙο σ. 1963.