Universitätsbibliothek HeidelbergUniversitätsbibliothek Heidelberg
Metadaten

Deutsches Archäologisches Institut / Abteilung Athen [Hrsg.]
Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung — 26.1901

DOI Artikel:
Dragumēs, Stephanos N.: Mystikí Prostropí: Dimitros kai Persefonis
DOI Seite / Zitierlink: 
https://doi.org/10.11588/diglit.41307#0053
Überblick
loading ...
Faksimile
0.5
1 cm
facsimile
Vollansicht
OCR-Volltext
ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΡΟΠΗ

43

Ήσυχίφ, ωσαύτως αν ευ άρθρου (έν λ. κατακερχνοΰται) ταΰτα- «κα!
δσπριον κέρχνος» ι.
Μέχρι τοΰτου έχομεν διασεσαφημένον δτι τά αγγεία τα φερόμενα
υπό τά ονόματα κέρνος και κέρχνος έχουσι πάντως σχέσιν προς σπέρ-
ματά τινα ή όσπρια εις θυσίας εύχρηστα.
Αλλά, κατά περίεργον τρόπον, τό έτερον των ονομάτων τούτων
συγγενεύει προς ρήματα και ονόματα δηλωτικά χαρακτήρος άλλου,
δν καί τούτον άνεγνώρισαν υπάρχοντα παρά τοίς έν Έλευσϊνι άνευ-
ρεθεισιν άγγείοις, εις ά άπεδόθη ή του κέρχνου προσηγορία.
Καί τά μέν ρήματα, καθ’ Ησύχιον σημαίνουσι- «κέρχνει», τραχύ-
νει, «κερχνώσαι», τό καταστίξαι καί οίον τραχΰναι, «κατακερχνοΰται»,
τραχύνεται διά τήν οΰλότητα. «Κερχνώματα» δε καλούνται τά τραχΰ-
σματα, κυκλώματα, ό περί τάς ϊτυς των ασπίδων καί των έπιχείλων
ποτηρίων κόσμος, «κερχνωτά» τά «τετορνευμένα επί του χείλους
των ποτηρίων, ώσπερ κερχνώδη ή ποικίλα, τραχέα, πολΰπαστα».
(Ησύχιος έν ταΐς λέξεσι κέρχνει, κατακερχνοΰται, κερχνώμασι, κερ-
χνωτά). 5/Αξιόν δε σημειώσεως, διά τά κατωτέρω λεχθησόμενα, δτι
ύπήρχον καί πίνακες κερχνωτοί (Ήσυχ. έν λ. κατακερχνοΰται), λεγό-
μενοι καί μια λέξει κερχνώματα (Ήσυχ. έν λ. κερχνώμασι, ένθα τό
άδιάγνωστον «νικακίδες» διορθωτέον εις «πινακίδες»).
Άνάλογόν τι παρετήρησεν ό Rubensohn επί τοΰ ονόματος κέρ-
νος, ευρών παρά Πολυδεΰκει (II ι8ο) ταΰτα· «περί δε τοίς νοότοις

«τόπος Άθήνησιν ούτω καλούμενος, δπου έκαθαίρετο ή άργυρίτις κέγχρος
και άμμος ή από των άργυρείων άναφερομένη». Bekker Anecd. 271, 23.—
Δημοσθ. 37) * 1 27 : «κατ’ έπεισε τούς οικέτας τούς έμούς καθέζεσθαι εις τόν
κεγχρεώνα»- περί ου ό Άρποκρατίων λέγει- «αντί τοΰ εις τό καθαριστήρων,
δπου τήν εκ των μετάλλων κέγχρον διέψυχον κλπ.». Κέγχρος έλέγετο άρσε-
νικώς, άλλ’ υπό των μεταγενεστέρων καί θηλυκώς.
1 ’Ίδε παρά τω αύτω τήν λ. «κέρχνη- τό έκ τής μέλινης έψημα» καί
παράθες τάς παρ’ αύτω ωσαύτως κειμένας λέξεις- «κεγχρίδιον σπερμάτων
δμοιον κέγχριρ», «κεγχρίνη- τό έκ κέγχρου εψημα» καί «κέγχρος- είδος
βοτάνης καί σπερμάτων μέλινη έμφερέςΈξ ών συνάγεται δτι κεγχρίνη
καί κέρχνη τό αυτό, κατ’ ακολουθίαν δέ καί κέγχρος καί κέρχνος, τό καθ’
Ησύχιον δσπριον, τής ά?Αοιώσεως προε?ιθούσης έκ παθήματος γλωσσικού
κατ’αναγραμματισμόν έπί τό εύπροφορώτερον (ρχν αντί γχρ). — Παρ’ ήμΐν
τοίς νεωτέροις ή διόρθωσις έγένετο άπλουστέρα- δι’ αποβολής τοΰ γάμμα
(νΰ) λέγουσι κεχρί(ον). — Ανάλογα τό πάλαι έπαθε καί τό δνομα κεγχρίδος,
τοΰ όρνεου, τραπέν εις κέρχνην. (Ησύχιος, έν λ. κέρχνη, κεγχρίς).
2 ’Ίδε παρά τφ αύτω Ήσυχίφ τήν λ. «καρχώδες- τραχύ».
 
Annotationen