203
ΛΓΛΛΜΑ ΛΙΘ1ΝΟΝ ΕΞ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
204
Ό δέ Λυκάων δια μέν της δεξιάς των χειρών, Τήν Όμηρικήν ταύτην περιγραφήν ε/ων έν τή
έχούσης έλαφρώς τους δακτύλους προς τήν παλά- μνήμη ανεγνώρισα, ώς ειπον αρχόμενος, οτι τΌ
μην καμπτο.ιένους, ικέτευε1, δϊά δε της ετέρας περί οδ δ λόγος άγαλμα ήν πιστή αντιγραφή της
έκράτει το πεπηγμένον έν τη γη δορυ ούδέ άφινεν Όμηρικής εικόνος ύπό άνδριαντοποιοΟ ούχί του
αυτό, και άποτεινόμενος πρΌς τον Αχιλλέα έλεγε: τυ/όντος, έλέγχοντος δε και έμέ ώς άτόπως και
α ΓουνοΟααι σε κ.τ.λ. αδίκως γράψαντα έν τω έμώ συγγράμματι «Ίλιά-
Ίλ. Φ. στ. 74 έ'ω{ 95. δος Στρατηγική Διασκευή και Τοπογραφία », σελ.
Προς τοΰς ικετευτικούς λόγους του Λυκάονος δ 18 -τάδε: «Πολλοί παλαιοί τε και νέοι έμιμή-
Άχιλλεύς δι' άμειλίκτου φωνής απήντησε. θησαν επί μαρμάρου ή δια γραφής τον θάνατον
«ΝηπίΕ, κ.τ.λ. Λυκάονος παρά τον Σκάμανδρον και τον μεν φό-
Ίλ. Φ, στ. 99 ΐως 113. βον έξήγησαν ίσως και τΌ φιλόζωον τοΟ Λυκάονος,
ΤαΟτα εϊπόντος του Άχιλλεως τά γόνατα και κρατούντος δια μιας /ειρΌς τό ριφθέν κατ' αύτοΟ
ή καρδία τοΟ Λυκάονος παρέλυσαν, άφήκε τΌ δόρυ και έν τή γη έμπηχθέν έ'γχος Άχιλλέως, δια δέ
της ετέρας τών γονάτων αύτοΟ. Ουδέποτε ομως
ζωγράφος ή γλύπτης έξτ,γησε τό άμείλικτον τών
Άχιλλέως λόγων και τήν έκ τούτων άλλοίωσιν
της ψυχής τοΟ Λυκάονος, τήν άδυσώπητον όργήν
του "Ελληνος ήρωος κατά τών Τρωών, μάλιστα
δέ τήν προς τον βίον όλιγωρίαν μετά τον Πατρό-
κλου θάνατον ».
Άλλ' έγώ μεν έ'γραφον ταύτα προ έτών είκοσι
μή έωρακώς μέχρι της έποχής έκείνης ουδέν μνη-
μνεϊον πιστώς μιμούμενον τήν θαυμασίαν 'Ομήρι-
κήν εικόνα, νΟν δέ μετά τήν άνέλπιστον αληθώς
άνακάλυψιν τοιούτου οίον έπόθουν μνημείου, προ
τοΟ έλεεινου δια τάν φόβον και τήν φιλοζω'ίαν Λυ-
κάονος ιστάμενος, ομολογώ τήν έμήν ένοχήν άπο
τοθδε ', πεπεισμένος, δτι δ τόσον έπιτυχώς δια της
σμίλης έγχαράξας έπί του μαρμάρου τά άνω μνη-
μονευθέντα της ψυχής αισθήματα τοΟ δυστυχούς
Πριαμίδου, μετά της αυτής αναμφιβόλως έπιτυ-
χίας ού μόνον τά φυσικά τοΟ Άχιλλέως χαρα-
και έκαθέσΟη άναπετάσας άμφοτέρας τάς χείρας. κτηριστικά, γνωστά έκ τής Ίλιάδος, άντέγραψεν,
Ό δέ Άχιλλεύς σύρας τό οξύ ξίφος του έ'τυψεν £λλά κα<( τ£ τ$|ς ψυχής αύτοΟ αισθήματα, τήν
αύτον κατά τήν κλείδα παρά τον αυχένα κ.τ.λ. ζωηράν δηλονότι όργήν αυτού κατά τών φονέων
Ίλ. Φ. στ. 114-135. του- φιλτάτου αϋτώ Πατρόκλου, καί τήν αξιοπρεπή
ΈνταΟθα λήγει ή περιγραφή τοΰ έπεισοδίου. άταραξίαν αύτοΟ προ τών άναποδράστων όδυνη-
Κυρίως δμως ή καθ' έαυτό εικών, ήν πιστώς έμι- ρών περ[7ΐετειών του πολέμου, και ούδέν άφαιρέ-
μήθη δ άγνωστος άνδριαντοποιός, άρχεται άπο του σας ή άλλοιώσας τής τοΰ ποιητοΰ περιγραφής,
64 στίχου. ακριβέστερος δέ κατά γε τοΟτο και αύτοΟ τοΟ Φει-
« Ό« ώρμαινε μένων» ^ μετβ£αΛόνχος· την Όμηρ ικήν εικόνα τοΰ
και λήγει εις τον στίχον 113. Διός, δτε έξετέλει το άγαλμά του έν τω ναψ τής
1 Ούτω 'ε'τι και νϋν έν τ?) Ανατολή ό λαός ικετεύει τούς άρχον-
τας. Ό δέ Ηρόδοτος λέγει, οτι οί Αιγύπτιοι άντ': του προσαγορεύειν 1 Ώς γνωστόν τό τού Άχιλλέως άγαλμα ούκ άνευρε'Οη εισέτι, μ.ί-
άλλήλους έν τήσι όδοίσι προσκυνέουσι χατιέντες μέχρι τοΰ γόνατος νον πιθανώς μετά πολλών άλλων έν τω βυΟω της θαλάσσης τών
τήν χείρα. Βιβλ. II, Κεφ. 80. Αντικυθήρων.
ΛΓΛΛΜΑ ΛΙΘ1ΝΟΝ ΕΞ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
204
Ό δέ Λυκάων δια μέν της δεξιάς των χειρών, Τήν Όμηρικήν ταύτην περιγραφήν ε/ων έν τή
έχούσης έλαφρώς τους δακτύλους προς τήν παλά- μνήμη ανεγνώρισα, ώς ειπον αρχόμενος, οτι τΌ
μην καμπτο.ιένους, ικέτευε1, δϊά δε της ετέρας περί οδ δ λόγος άγαλμα ήν πιστή αντιγραφή της
έκράτει το πεπηγμένον έν τη γη δορυ ούδέ άφινεν Όμηρικής εικόνος ύπό άνδριαντοποιοΟ ούχί του
αυτό, και άποτεινόμενος πρΌς τον Αχιλλέα έλεγε: τυ/όντος, έλέγχοντος δε και έμέ ώς άτόπως και
α ΓουνοΟααι σε κ.τ.λ. αδίκως γράψαντα έν τω έμώ συγγράμματι «Ίλιά-
Ίλ. Φ. στ. 74 έ'ω{ 95. δος Στρατηγική Διασκευή και Τοπογραφία », σελ.
Προς τοΰς ικετευτικούς λόγους του Λυκάονος δ 18 -τάδε: «Πολλοί παλαιοί τε και νέοι έμιμή-
Άχιλλεύς δι' άμειλίκτου φωνής απήντησε. θησαν επί μαρμάρου ή δια γραφής τον θάνατον
«ΝηπίΕ, κ.τ.λ. Λυκάονος παρά τον Σκάμανδρον και τον μεν φό-
Ίλ. Φ, στ. 99 ΐως 113. βον έξήγησαν ίσως και τΌ φιλόζωον τοΟ Λυκάονος,
ΤαΟτα εϊπόντος του Άχιλλεως τά γόνατα και κρατούντος δια μιας /ειρΌς τό ριφθέν κατ' αύτοΟ
ή καρδία τοΟ Λυκάονος παρέλυσαν, άφήκε τΌ δόρυ και έν τή γη έμπηχθέν έ'γχος Άχιλλέως, δια δέ
της ετέρας τών γονάτων αύτοΟ. Ουδέποτε ομως
ζωγράφος ή γλύπτης έξτ,γησε τό άμείλικτον τών
Άχιλλέως λόγων και τήν έκ τούτων άλλοίωσιν
της ψυχής τοΟ Λυκάονος, τήν άδυσώπητον όργήν
του "Ελληνος ήρωος κατά τών Τρωών, μάλιστα
δέ τήν προς τον βίον όλιγωρίαν μετά τον Πατρό-
κλου θάνατον ».
Άλλ' έγώ μεν έ'γραφον ταύτα προ έτών είκοσι
μή έωρακώς μέχρι της έποχής έκείνης ουδέν μνη-
μνεϊον πιστώς μιμούμενον τήν θαυμασίαν 'Ομήρι-
κήν εικόνα, νΟν δέ μετά τήν άνέλπιστον αληθώς
άνακάλυψιν τοιούτου οίον έπόθουν μνημείου, προ
τοΟ έλεεινου δια τάν φόβον και τήν φιλοζω'ίαν Λυ-
κάονος ιστάμενος, ομολογώ τήν έμήν ένοχήν άπο
τοθδε ', πεπεισμένος, δτι δ τόσον έπιτυχώς δια της
σμίλης έγχαράξας έπί του μαρμάρου τά άνω μνη-
μονευθέντα της ψυχής αισθήματα τοΟ δυστυχούς
Πριαμίδου, μετά της αυτής αναμφιβόλως έπιτυ-
χίας ού μόνον τά φυσικά τοΟ Άχιλλέως χαρα-
και έκαθέσΟη άναπετάσας άμφοτέρας τάς χείρας. κτηριστικά, γνωστά έκ τής Ίλιάδος, άντέγραψεν,
Ό δέ Άχιλλεύς σύρας τό οξύ ξίφος του έ'τυψεν £λλά κα<( τ£ τ$|ς ψυχής αύτοΟ αισθήματα, τήν
αύτον κατά τήν κλείδα παρά τον αυχένα κ.τ.λ. ζωηράν δηλονότι όργήν αυτού κατά τών φονέων
Ίλ. Φ. στ. 114-135. του- φιλτάτου αϋτώ Πατρόκλου, καί τήν αξιοπρεπή
ΈνταΟθα λήγει ή περιγραφή τοΰ έπεισοδίου. άταραξίαν αύτοΟ προ τών άναποδράστων όδυνη-
Κυρίως δμως ή καθ' έαυτό εικών, ήν πιστώς έμι- ρών περ[7ΐετειών του πολέμου, και ούδέν άφαιρέ-
μήθη δ άγνωστος άνδριαντοποιός, άρχεται άπο του σας ή άλλοιώσας τής τοΰ ποιητοΰ περιγραφής,
64 στίχου. ακριβέστερος δέ κατά γε τοΟτο και αύτοΟ τοΟ Φει-
« Ό« ώρμαινε μένων» ^ μετβ£αΛόνχος· την Όμηρ ικήν εικόνα τοΰ
και λήγει εις τον στίχον 113. Διός, δτε έξετέλει το άγαλμά του έν τω ναψ τής
1 Ούτω 'ε'τι και νϋν έν τ?) Ανατολή ό λαός ικετεύει τούς άρχον-
τας. Ό δέ Ηρόδοτος λέγει, οτι οί Αιγύπτιοι άντ': του προσαγορεύειν 1 Ώς γνωστόν τό τού Άχιλλέως άγαλμα ούκ άνευρε'Οη εισέτι, μ.ί-
άλλήλους έν τήσι όδοίσι προσκυνέουσι χατιέντες μέχρι τοΰ γόνατος νον πιθανώς μετά πολλών άλλων έν τω βυΟω της θαλάσσης τών
τήν χείρα. Βιβλ. II, Κεφ. 80. Αντικυθήρων.