ΑΘΗΝΑ ΕΞ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
(Πίναξ 6)
Τό έν τφ πίνακι 6 ορωτοτυπικώς άποδιδόμενον
άγαλμα Άθηνας προέρχεται έκ τοΟ έν Έπιδαυρω
ίεροΟ του Ασκληπιού, εΰρεθέν, μετά τριών άλλων
τοΰ αύτοΰ μεγέθους αγαλμάτων ( Ασκληπιού, Τ-
γιείας και Αφροδίτης δημοσιευθείσης έν Αρχ. Ε-
φημ. 1886 Πιν. 13) έν τω ύπ' έμοΰ άνασκαφέντι
Ρωίχαϊκώ οίκοδοαή αατι, παρά τω ναώ του Άσκλη-
"ι Γ II 7 I * 1 1
πιοΰ, δπερ θετικώς ουδέν άλλο εινε ή τρ ύπό Παυ-
σανίου μνημονευόμενον « Λουτρον Ασκληπιού » το
ύπο του Αντωνίνου άνεγερΟέν.
Ευρέθησαν δέ τά τέσσαρα ταύτα άγάλματα έν
τη προς ανατολάς μεγάλη και πολυτελεϊ αίθούση
τοΰ Αουτρου, έν ή πάντως ένεκα κοσμητικού λό-
γου, περισυλλεγέντα πάντοθεν του ίεροΟ, άνιδρύ-
θησαν.Σημειωτέον δέ δτι άπο της έποχής ήδη έκεί-
νης εΐχεν άρχ_ίσει ή καταστροφή τοΰ ίεροΰ' εις το
οικοδόμημα δέ αυτό, τό άνεγερΟέν δαπάναις τοΰ
Αντωνίνου, έχρησιμοποιήθη ύλικόν έκ διαφόρων
του ιεροΟ έπισήμων οικοοομηματων , ουο ετυχον
φειδοΰς αί έπιγραφαι και τά βάθρα των αγαλμά-
των τών περικοσμούντων τέως το τέμενος τοΟ Α-
σκληπιού .
Ώς δρα τις έν τω πίνακι το άγαλμα είναι άκέ-
φαλον' εικονίζεται δέ ή Αθήνα, ποδήρη φέρουσα
χιτώνα μετά διπλοϊδίου, έξωμος δέ και έζωσμένη
υψηλά ύπο τους μαστούς, τήν αιγίδα έχουσα λο-
ξούς έπι τοΟ στήθους έρριμμένην και καλύπτουσαν
το άριστερον μέρος του στήθους μετά της αριστε-
ράς ώλένης. Το γοργόνειον ρίπτεται συνεπώς προς
τά άριστερά κατά τήν μασχάλην. II περιφερική δέ
άκρα της αιγίδος αποτελείται έκ πολυγωνικών έξο-
χών, έφ' εκάστης τών οποίων υπάρχει οπή εις έ'ν-
θεσιν χαλκού οφεως.
Ή θεά εικονίζεται έν ηρεμία" στηριζομένη έπι
τοΰ δεΗιού ποδός, κααπτου,ένου του άοιστεοοΰ κατά
το γόνυ και ψαύοντος έλαφρώς του έοάφους (συμ-
φυούς κυκλοτεροΰς βάθρου) δια τών έν σανδαλίω
ΕΦΗΜΕΡΙΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ 1692.
άκρων αύτοΰ, έχει προς τω άριστερώ μεν ποδι τήν
ασπίδα, ής σώζεται ίκανον μέρος ιδίως της άντυγος,
της προς τήν βάσιν, μετά τοΰ οχάνου και τοΰ ύπε-
ρείσματος ταύτης κατά τό ίσχ_ίον τοΰ αγάλματος,
προς τω δεξιώ δέ κορμάν έλαίας άναθάλλοντα έν
άκμή. Περι τον κορμόν της έλαίας έλίσσεται όφις,
ούτινος ή ούρα μεν συνεσπειραμένη ηρεμεί όπισθεν
τοΰ άγάλματος έπι τοΰ βάθρου, ή κεφαλή δέ (έλ-
λείπουσα μετά μέρους τοΰ σώματος) άνεϊρπε πιθα-
νώς μέχρι της δεξιάς χειρός, ής ή άναπαράστασις
τυγχάνει λίαν δυσχερής ούσα. Καθόσον ή άρι-
στερά μεν χειρ έκράτει, ώς φαίνεται, τήν άντυγα
της άσπίδος, ή δεξιά ό'μως, ώς έκ της θέσεως αύ-
τής, ού'τε το δόρυ εινε δυνατόν δτι έκράτει ού'τε
ήρείδετο έπι της έλαίας. Τό όπισθεν τοΰ άγάλμα-
τος εινε άμελέστατα είργασμένον, σχεδόν ειπείν α-
νεπεξέργαστος τοΰθ' ό'περ μαρτυρεί ότι τό άγαλμα
ήτο προωρισμένον Ίνα ίδρυθη εις μέρος ενθα μόνον
πρόσθεν ήτο όρατόν. Έν γένει δέ τό έργον εινε χει-
ρωνακτικον προδίδον ήκιστα δεξιάν γλυφίδα τών
χρόνων περίπου της άνοικοδομής τοΰ κτιρίου, έν ω
ευρέθη. Έκρίναμεν ούχ_ ήττον τό άγαλμα άξιον δη-
μοσιεύσεως διά τον τύπον αύτοΰ, όστις, έφ' όσον
ήμΐν γνωστόν, άποτελεϊ μονάδα έν τοις ύπάρχου-
σιν άρχαίοις άγάλμασι της Αθηνάς.
Ό τύπος δέ εινε πάντως δάνειος, και τό έργον
άπομίμησις κατά το μάλλον ή ήττον άτελής και
παρεφθαρμένη έργου άλλου, άλλης χρονικής περιό-
δου. Φρονοΰμεν δέ ότι και άνευ αιτιολογίας δυνα-
τόν να Ίσχυρισθή τις ότι έργον χειρωνακτικον τών
τελευταίων σχεδόν ρωμ. χρόνων δεν εινε δυνατόν
νά ήνε πρωτότυπον. Έξ άλλου δέ γνωστόν εινε ότι
κατά τήν νρονικήν ταύτην της τέχνης περίοδον ή
άπομίμησις και άναπαράστασις, ούτως ειπείν, έρ-
γων διαπρεπών της καθαρώς ελληνικής τέχνης,ήτο
ή κυρία ένασχόλησις τών στείρων και άδεξίων τε-
χνιτών τών χρόνων έκείνων.
12
(Πίναξ 6)
Τό έν τφ πίνακι 6 ορωτοτυπικώς άποδιδόμενον
άγαλμα Άθηνας προέρχεται έκ τοΟ έν Έπιδαυρω
ίεροΟ του Ασκληπιού, εΰρεθέν, μετά τριών άλλων
τοΰ αύτοΰ μεγέθους αγαλμάτων ( Ασκληπιού, Τ-
γιείας και Αφροδίτης δημοσιευθείσης έν Αρχ. Ε-
φημ. 1886 Πιν. 13) έν τω ύπ' έμοΰ άνασκαφέντι
Ρωίχαϊκώ οίκοδοαή αατι, παρά τω ναώ του Άσκλη-
"ι Γ II 7 I * 1 1
πιοΰ, δπερ θετικώς ουδέν άλλο εινε ή τρ ύπό Παυ-
σανίου μνημονευόμενον « Λουτρον Ασκληπιού » το
ύπο του Αντωνίνου άνεγερΟέν.
Ευρέθησαν δέ τά τέσσαρα ταύτα άγάλματα έν
τη προς ανατολάς μεγάλη και πολυτελεϊ αίθούση
τοΰ Αουτρου, έν ή πάντως ένεκα κοσμητικού λό-
γου, περισυλλεγέντα πάντοθεν του ίεροΟ, άνιδρύ-
θησαν.Σημειωτέον δέ δτι άπο της έποχής ήδη έκεί-
νης εΐχεν άρχ_ίσει ή καταστροφή τοΰ ίεροΰ' εις το
οικοδόμημα δέ αυτό, τό άνεγερΟέν δαπάναις τοΰ
Αντωνίνου, έχρησιμοποιήθη ύλικόν έκ διαφόρων
του ιεροΟ έπισήμων οικοοομηματων , ουο ετυχον
φειδοΰς αί έπιγραφαι και τά βάθρα των αγαλμά-
των τών περικοσμούντων τέως το τέμενος τοΟ Α-
σκληπιού .
Ώς δρα τις έν τω πίνακι το άγαλμα είναι άκέ-
φαλον' εικονίζεται δέ ή Αθήνα, ποδήρη φέρουσα
χιτώνα μετά διπλοϊδίου, έξωμος δέ και έζωσμένη
υψηλά ύπο τους μαστούς, τήν αιγίδα έχουσα λο-
ξούς έπι τοΟ στήθους έρριμμένην και καλύπτουσαν
το άριστερον μέρος του στήθους μετά της αριστε-
ράς ώλένης. Το γοργόνειον ρίπτεται συνεπώς προς
τά άριστερά κατά τήν μασχάλην. II περιφερική δέ
άκρα της αιγίδος αποτελείται έκ πολυγωνικών έξο-
χών, έφ' εκάστης τών οποίων υπάρχει οπή εις έ'ν-
θεσιν χαλκού οφεως.
Ή θεά εικονίζεται έν ηρεμία" στηριζομένη έπι
τοΰ δεΗιού ποδός, κααπτου,ένου του άοιστεοοΰ κατά
το γόνυ και ψαύοντος έλαφρώς του έοάφους (συμ-
φυούς κυκλοτεροΰς βάθρου) δια τών έν σανδαλίω
ΕΦΗΜΕΡΙΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ 1692.
άκρων αύτοΰ, έχει προς τω άριστερώ μεν ποδι τήν
ασπίδα, ής σώζεται ίκανον μέρος ιδίως της άντυγος,
της προς τήν βάσιν, μετά τοΰ οχάνου και τοΰ ύπε-
ρείσματος ταύτης κατά τό ίσχ_ίον τοΰ αγάλματος,
προς τω δεξιώ δέ κορμάν έλαίας άναθάλλοντα έν
άκμή. Περι τον κορμόν της έλαίας έλίσσεται όφις,
ούτινος ή ούρα μεν συνεσπειραμένη ηρεμεί όπισθεν
τοΰ άγάλματος έπι τοΰ βάθρου, ή κεφαλή δέ (έλ-
λείπουσα μετά μέρους τοΰ σώματος) άνεϊρπε πιθα-
νώς μέχρι της δεξιάς χειρός, ής ή άναπαράστασις
τυγχάνει λίαν δυσχερής ούσα. Καθόσον ή άρι-
στερά μεν χειρ έκράτει, ώς φαίνεται, τήν άντυγα
της άσπίδος, ή δεξιά ό'μως, ώς έκ της θέσεως αύ-
τής, ού'τε το δόρυ εινε δυνατόν δτι έκράτει ού'τε
ήρείδετο έπι της έλαίας. Τό όπισθεν τοΰ άγάλμα-
τος εινε άμελέστατα είργασμένον, σχεδόν ειπείν α-
νεπεξέργαστος τοΰθ' ό'περ μαρτυρεί ότι τό άγαλμα
ήτο προωρισμένον Ίνα ίδρυθη εις μέρος ενθα μόνον
πρόσθεν ήτο όρατόν. Έν γένει δέ τό έργον εινε χει-
ρωνακτικον προδίδον ήκιστα δεξιάν γλυφίδα τών
χρόνων περίπου της άνοικοδομής τοΰ κτιρίου, έν ω
ευρέθη. Έκρίναμεν ούχ_ ήττον τό άγαλμα άξιον δη-
μοσιεύσεως διά τον τύπον αύτοΰ, όστις, έφ' όσον
ήμΐν γνωστόν, άποτελεϊ μονάδα έν τοις ύπάρχου-
σιν άρχαίοις άγάλμασι της Αθηνάς.
Ό τύπος δέ εινε πάντως δάνειος, και τό έργον
άπομίμησις κατά το μάλλον ή ήττον άτελής και
παρεφθαρμένη έργου άλλου, άλλης χρονικής περιό-
δου. Φρονοΰμεν δέ ότι και άνευ αιτιολογίας δυνα-
τόν να Ίσχυρισθή τις ότι έργον χειρωνακτικον τών
τελευταίων σχεδόν ρωμ. χρόνων δεν εινε δυνατόν
νά ήνε πρωτότυπον. Έξ άλλου δέ γνωστόν εινε ότι
κατά τήν νρονικήν ταύτην της τέχνης περίοδον ή
άπομίμησις και άναπαράστασις, ούτως ειπείν, έρ-
γων διαπρεπών της καθαρώς ελληνικής τέχνης,ήτο
ή κυρία ένασχόλησις τών στείρων και άδεξίων τε-
χνιτών τών χρόνων έκείνων.
12