-41
ΝΙΚΗ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΚΛΙ ΤΟ ΒΑΘΡΟΝ ΤΟΥ ΒΡΥΑΞΙΔΟΣ
42
-ως φαίνεται, έντετειχισμένον έν μεταγενέστέρψ
τινί τειχίσματι (ίδε 'Λρ^αιοΧ ΑίλζΙογ, 1891, ο·.
«9, άΡ. 18);
Παριστάνει δε τοΟτο γυναικείαν μορφήν,ήτις,ώσ-
■περ εκ του ίματισμοΰ και εκ της στάσεως δήλον γί-
"νεται, εινε Νίκη" παραδόξως όμως δεν έχει πτέρυ-
γας, ώστε έκληπτέα ως Νίκη άπτερος.'Ελλείπου-
σιν ή κεφαλή μετά του λαιμού, ό δεξιός βραχίων
ολόκληρος, ό αριστερός βραχίων από τοΰ ύπέρ τόν
αγκώνα μέρους, και οί πόδες από των γονάτων.
-Σωζόμενον ΰψος 1,10.
Κατά τό κάτω μέρος του αγάλματος έξεϊχεν ό
λίθος και άπετέλει τετραγωνικον επίμηκες έμβολον
-δι' ου το άγαλμα ένεγομφοΰτο τω βάΟρω. Ιό έμ-
€ολον τούτο εχει περιφέρειαν έν ολω 0,66 (μήκος
εκάστης αύτοΰ πλευράς 0,16 περίπου) και σώζε-
ται νΟν εϊς μήκος 0,08. Σημειωτέον δε ό'τι εντε-
λώς ό'μοια έμβολα ειχον και αί τρεις εξ Επιδαύ-
ρου Νϊκαι αί ύπ' άρ. 159-161 τοΰ καταλόγου τοΟ
ΈΟνικοΰ Μουσείου Έν τί) μια τούτων, τη ύπ
άρ. 159, σώζεται όλόκληρον σχεδόν τό έμβολον
τοΰτο. Φαίνεται δ1 ό'τι ό τρόπος ούτος τής έγγομ-
φώσεως ήτο συνήθης κυρίως δι' αγάλματα Νίκης.
Επειδή δηλ. ταΟτα δεν ίσταντο έπι του βάθρου
καθέτως άλλ' εκλινον προς μίαν των πλευρών,
άνάγκη ήτο νά έγγομφώνται βαθέως έν τω βάΟρω
προς τήρησιν τής έκ τής παρεκκλίσεως τοΟ κέν-
τρου τής βαρύτητος άπειλουμένης ισορροπίας τοΰ
αγάλματος.
Ή θεά παρίστατο έν κινήσει, πρός τά έμπρός
κεκλιμένη, μόλις άπτομένη του εδάφους διά των
άκρων ποδών. Είνε δ' ένδεδυμένη ποδήρη έζω-
σμένον περί τήν οσφύν χιτώνα σχηματίζοντα ύπέρ
τήν ζώνην διπλοΐδιον, ού τά άκρα συνέχονται εκα-
τέρωθεν έπί τών ώμων. Είνε δε τοΟτο άναπεπτα-
μένον κατά τά πλάγια του θώρακος, ώστε ίκανόν
μέρος τούτου, τό υπό τήν μασχάλην, είνε γυμνόν.
Οί βραχίονες ήσαν πρός τά κάτω κεκλιμένοι.
Ό χιτών είνε σχιστός, ώστε το προβεβλημένον
■δεξιάν σκέλος, όλόκληρον, είνε γυμνόν. Τοιούτος
^'.τών, κατάλληλον ων ένδυμα διά τήν άείποτε
έν πτήσει ή έν κινήσει εικονιζόμενη ν Νίκην, καΟί-
1 /7. Καββαδία: Γλυπτά του Έθναοδ Μοασίίου, άρ. 159-161.
Πρβ. /.αί τό περί Επιδαύρου βιδλι'ον αου, « ΚυιΐίΙΙο* (ΓΕρΐά&ΙΙΓβ »,
το>. I, 1893, πίν. XI, άρ. 1-3.
στα δυνατόν τοις τεχνίταις νά εϊκονίζωσι το έτερον
τών σκελών κατά τό μάλλον και ήττον γυμνόν και
νά εύαρεστώσι τω Οεατή' διά τής επιδείξεως γυ-
μνών σκελών τοΰ γυναικείου σώματος και διά τής
εύαρέστου αντιθέσεως τών γυμνών τούτων μελών
πρός τά ένδεδυμένα. Τό πρώτον παρατηρουμεν τήν
τάσιν ταύτην έν τη Νίκη τοΟ Παρθενώνος, ένθα μι-
κρόν μέρος τοΰ μηροΰ τής Οεας εινε όρατόν. 'Εν
τη Νίκη τοΰ Παιωνίου, έν ταϊς ανωτέρω μνημο-
νευθείσας Νίκαις έξ Επιδαύρου και έν τη προκει-
μένη όλόκληρον τό σκέλος είνε γυμνόν. 'Εν άγάλ-
μασι δε ύστερωτέρων χρόνων, ιδίως έν άγαλμα-
τίοις έξ όπτής γής, ού μόνον το σκέλος, άλλά και
τό ύπέρ αύτά μέρος τοΰ θώρακος μέχρι τής μα-
σχάλης, είνε γυμνόν. Άπό τοΰ πρέποντος άρα και
τοΰ αναγκαίου όρμηΟεϊσα ή τέχνη έτράπη συν τώ
χρόνω εις τό ύπερβολικον έκ τής τάσεως πρός παρα-
γωγήν ίσχυροτέρας ό'σον ενεστιν έντυπώσεως έπι
τών αισθήσεων τοΰ Οεατοΰ.
Ό ακρωτηριασμός τοΰ προκειμένου αγάλματος
και ή κακή διατήρησις αύτοΰ, ιδίως ή αποκοπή
πολλών πτυχών τοΰ ίματισμοΰ, σπουδαίως μειοΰσι
τήν καλλιτεχνικήν αύτοΰ άξίαν. Βεβαίως εχει τι
τοΰτο τό μονότονον και βαρύ έν τω σχηματισμώ
τών πτυχών, δεν δύναται νά παραβληΟη προς τήν
μεγαλοπρεπή μορφήν τής Νίκης τοΰ Παιωνίου,
ύστερεϊται δε ώς προς τήν δύναμιν τής παραστά-
στάσεως και τό εύκίνητον και αύτής τής έκ Με-
γάρων Νίκης (ίδε Μίΐΐΐιεΐΐαη^βη (1. απ;1). ΙηδΙ.
1881, πίν. Χ και XI) και δέν εχει τήν κομψότητα
και χάριν τών ανωτέρω μνημονευΟεισών έξ "Επι-
δαύρου Νικών ύπ' άρ. 159-161" άλλά και ή
στάσις τοΰ άγάλματος και τό ό'λον τής μορφής και
τό περίγραμμα και ό κάλλιστος άληΟώς σχηματι-
σμός τής σαρκός, όστις άναπολεϊ ή αϊ ν τήν έκ τών
άετωμάτων τοΰ έν Έπιδαύρω ναοΰ τοΰ Ασκλη-
πιού ύπ άρ. 15ο Νίκην ταύτα πάντα πείΟουσιν
οπωσδήποτε ότι είνε έργον τής Α'. έκατονταετηρί-
δος ή, τούλάχ_ιστον, ότι δύναται νά προέρχηται έκ
τής έποχής ταύτης, καθόσον ούδέν γνώρισμα εχει
τά άγαλμα ού ένεκα Οά έπείΟετό τις νά έκλάβη
αύτο ώς έ'ργον χρόνων ύστερωτέρων.
Τό χρονολογικόν τοΰτο συμπέρασμα εινε ίκανόν,
1 Π. Καββαδία : Γλυπτά τοΰ ΈΟν. ΜοΜκίου άρ. 150 χαί ΡυίπΙ-
1θ8 ιΙΈρϊιΙαιιιο ρΐ. XI, άρ 12.
ΝΙΚΗ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΚΛΙ ΤΟ ΒΑΘΡΟΝ ΤΟΥ ΒΡΥΑΞΙΔΟΣ
42
-ως φαίνεται, έντετειχισμένον έν μεταγενέστέρψ
τινί τειχίσματι (ίδε 'Λρ^αιοΧ ΑίλζΙογ, 1891, ο·.
«9, άΡ. 18);
Παριστάνει δε τοΟτο γυναικείαν μορφήν,ήτις,ώσ-
■περ εκ του ίματισμοΰ και εκ της στάσεως δήλον γί-
"νεται, εινε Νίκη" παραδόξως όμως δεν έχει πτέρυ-
γας, ώστε έκληπτέα ως Νίκη άπτερος.'Ελλείπου-
σιν ή κεφαλή μετά του λαιμού, ό δεξιός βραχίων
ολόκληρος, ό αριστερός βραχίων από τοΰ ύπέρ τόν
αγκώνα μέρους, και οί πόδες από των γονάτων.
-Σωζόμενον ΰψος 1,10.
Κατά τό κάτω μέρος του αγάλματος έξεϊχεν ό
λίθος και άπετέλει τετραγωνικον επίμηκες έμβολον
-δι' ου το άγαλμα ένεγομφοΰτο τω βάΟρω. Ιό έμ-
€ολον τούτο εχει περιφέρειαν έν ολω 0,66 (μήκος
εκάστης αύτοΰ πλευράς 0,16 περίπου) και σώζε-
ται νΟν εϊς μήκος 0,08. Σημειωτέον δε ό'τι εντε-
λώς ό'μοια έμβολα ειχον και αί τρεις εξ Επιδαύ-
ρου Νϊκαι αί ύπ' άρ. 159-161 τοΰ καταλόγου τοΟ
ΈΟνικοΰ Μουσείου Έν τί) μια τούτων, τη ύπ
άρ. 159, σώζεται όλόκληρον σχεδόν τό έμβολον
τοΰτο. Φαίνεται δ1 ό'τι ό τρόπος ούτος τής έγγομ-
φώσεως ήτο συνήθης κυρίως δι' αγάλματα Νίκης.
Επειδή δηλ. ταΟτα δεν ίσταντο έπι του βάθρου
καθέτως άλλ' εκλινον προς μίαν των πλευρών,
άνάγκη ήτο νά έγγομφώνται βαθέως έν τω βάΟρω
προς τήρησιν τής έκ τής παρεκκλίσεως τοΟ κέν-
τρου τής βαρύτητος άπειλουμένης ισορροπίας τοΰ
αγάλματος.
Ή θεά παρίστατο έν κινήσει, πρός τά έμπρός
κεκλιμένη, μόλις άπτομένη του εδάφους διά των
άκρων ποδών. Είνε δ' ένδεδυμένη ποδήρη έζω-
σμένον περί τήν οσφύν χιτώνα σχηματίζοντα ύπέρ
τήν ζώνην διπλοΐδιον, ού τά άκρα συνέχονται εκα-
τέρωθεν έπί τών ώμων. Είνε δε τοΟτο άναπεπτα-
μένον κατά τά πλάγια του θώρακος, ώστε ίκανόν
μέρος τούτου, τό υπό τήν μασχάλην, είνε γυμνόν.
Οί βραχίονες ήσαν πρός τά κάτω κεκλιμένοι.
Ό χιτών είνε σχιστός, ώστε το προβεβλημένον
■δεξιάν σκέλος, όλόκληρον, είνε γυμνόν. Τοιούτος
^'.τών, κατάλληλον ων ένδυμα διά τήν άείποτε
έν πτήσει ή έν κινήσει εικονιζόμενη ν Νίκην, καΟί-
1 /7. Καββαδία: Γλυπτά του Έθναοδ Μοασίίου, άρ. 159-161.
Πρβ. /.αί τό περί Επιδαύρου βιδλι'ον αου, « ΚυιΐίΙΙο* (ΓΕρΐά&ΙΙΓβ »,
το>. I, 1893, πίν. XI, άρ. 1-3.
στα δυνατόν τοις τεχνίταις νά εϊκονίζωσι το έτερον
τών σκελών κατά τό μάλλον και ήττον γυμνόν και
νά εύαρεστώσι τω Οεατή' διά τής επιδείξεως γυ-
μνών σκελών τοΰ γυναικείου σώματος και διά τής
εύαρέστου αντιθέσεως τών γυμνών τούτων μελών
πρός τά ένδεδυμένα. Τό πρώτον παρατηρουμεν τήν
τάσιν ταύτην έν τη Νίκη τοΟ Παρθενώνος, ένθα μι-
κρόν μέρος τοΰ μηροΰ τής Οεας εινε όρατόν. 'Εν
τη Νίκη τοΰ Παιωνίου, έν ταϊς ανωτέρω μνημο-
νευθείσας Νίκαις έξ Επιδαύρου και έν τη προκει-
μένη όλόκληρον τό σκέλος είνε γυμνόν. 'Εν άγάλ-
μασι δε ύστερωτέρων χρόνων, ιδίως έν άγαλμα-
τίοις έξ όπτής γής, ού μόνον το σκέλος, άλλά και
τό ύπέρ αύτά μέρος τοΰ θώρακος μέχρι τής μα-
σχάλης, είνε γυμνόν. Άπό τοΰ πρέποντος άρα και
τοΰ αναγκαίου όρμηΟεϊσα ή τέχνη έτράπη συν τώ
χρόνω εις τό ύπερβολικον έκ τής τάσεως πρός παρα-
γωγήν ίσχυροτέρας ό'σον ενεστιν έντυπώσεως έπι
τών αισθήσεων τοΰ Οεατοΰ.
Ό ακρωτηριασμός τοΰ προκειμένου αγάλματος
και ή κακή διατήρησις αύτοΰ, ιδίως ή αποκοπή
πολλών πτυχών τοΰ ίματισμοΰ, σπουδαίως μειοΰσι
τήν καλλιτεχνικήν αύτοΰ άξίαν. Βεβαίως εχει τι
τοΰτο τό μονότονον και βαρύ έν τω σχηματισμώ
τών πτυχών, δεν δύναται νά παραβληΟη προς τήν
μεγαλοπρεπή μορφήν τής Νίκης τοΰ Παιωνίου,
ύστερεϊται δε ώς προς τήν δύναμιν τής παραστά-
στάσεως και τό εύκίνητον και αύτής τής έκ Με-
γάρων Νίκης (ίδε Μίΐΐΐιεΐΐαη^βη (1. απ;1). ΙηδΙ.
1881, πίν. Χ και XI) και δέν εχει τήν κομψότητα
και χάριν τών ανωτέρω μνημονευΟεισών έξ "Επι-
δαύρου Νικών ύπ' άρ. 159-161" άλλά και ή
στάσις τοΰ άγάλματος και τό ό'λον τής μορφής και
τό περίγραμμα και ό κάλλιστος άληΟώς σχηματι-
σμός τής σαρκός, όστις άναπολεϊ ή αϊ ν τήν έκ τών
άετωμάτων τοΰ έν Έπιδαύρω ναοΰ τοΰ Ασκλη-
πιού ύπ άρ. 15ο Νίκην ταύτα πάντα πείΟουσιν
οπωσδήποτε ότι είνε έργον τής Α'. έκατονταετηρί-
δος ή, τούλάχ_ιστον, ότι δύναται νά προέρχηται έκ
τής έποχής ταύτης, καθόσον ούδέν γνώρισμα εχει
τά άγαλμα ού ένεκα Οά έπείΟετό τις νά έκλάβη
αύτο ώς έ'ργον χρόνων ύστερωτέρων.
Τό χρονολογικόν τοΰτο συμπέρασμα εινε ίκανόν,
1 Π. Καββαδία : Γλυπτά τοΰ ΈΟν. ΜοΜκίου άρ. 150 χαί ΡυίπΙ-
1θ8 ιΙΈρϊιΙαιιιο ρΐ. XI, άρ 12.